“Παντα φοβόμουν το φως, μέχρι που ανακάλυψα το σκοτάδι”. Ωραίο δεν ακούγεται; Το σκοτάδι το φοβάμαι περισσότερο. Όχι γιατί πιστεύω πως κατοικούν δαίμονες μέσα του και απόκοσμα πλάσματα. Αυτά, είμαι συνηθισμένος να τα βλέπω με το φως της μέρας. Φοβάμαι το σκοτάδι γιατί εκεί κρύβονται πτυχές μου τις οποίες δε γνωρίζω. Εκεί μέσα έχω αναμνήσεις που ο νους μου λησμονεί.

Κατέβηκα σχεδόν όλα τα πέτρινα σκαλάκια μέχρι να τη δω. Καθόταν στο μπαλκονάκι του επάνω ορόφου ενός νεοκλασικού σπιτιού, που το είχαν μετατρέψει σε καφετέρια και έπινε τον καφέ της. Ήταν μικρό. Αρκετό για να χωρέσει μέσα στο οπτικό μου πεδίο. Δυο ζαρντινιέρες γεμάτες ανθισμένα γεράνια ήταν ακουμπισμένες στο πράσινο κάγκελο και εκείνη ανάμεσα τους. Προς στιγμήν ένιωσα να βρίσκομαι σε ένα σοκάκι της Μονμάρτης. Λίγο ακόμα και θα άκουγα ένα ακορντεόν να πλέκει μελωδίες για χαμένους έρωτες. Άρχισε να βρέχει όταν φώναξα το όνομα της. Κοιτούσα ψηλά. Η βροχή έπεφτε στα μάτια μου, μα μέσα από τις σταγόνες τα έβλεπα όλα πιο καθαρά. Έφυγε απ’ το μπαλκόνι και μέχρι να κατεβάσω το βλέμμα μου, ενιωσα την ανάσα της στο λαιμό μου. Πάγωσα. Η βροχή δυνάμωσε και ως δια μαγείας βρεθήκαμε να χορεύουμε ξυπόλυτοι στο πλατύσκαλο, ο ένας στα μάτια του αλλου. Ο χρονος είχε σταματήσει. Τα βλέμματα θαμώνων και περαστικών είχαν κολλήσει πάνω μας. Μια κυρία τάιζε το σκυλάκι της, ο νεαρός εφημεριδοπώλης είχε απλώσει το χέρι του για να μοιράσει τα νέα, ένας κύριος άναβε τσιγάρο, μια γιαγιά κρατούσε την τσάντα της πάνω από το κεφάλι της για να προστατευτεί από τη νεροποντή. Όλοι είχαν σταματήσει μέσα στις στιγμές τους. Μόνο εμείς και η βροχή είχαμε ζωή μέσα μας. Μας δόθηκε η ευκαιρία να χορέψουμε ένα τελευταίο τανγκό, πριν να γίνουμε στρογγυλά μαργαριτάρια που θα κυλήσουν στη σχισμή του υπονόμου.

Αρχή και τέλος ήταν μαζί μας. Μέσα στα δευτερόλεπτα πριν πιάσουμε το τελευταίο φιλί που φεύγει από τα χέρια, είδαμε ολόκληρο τον κόσμο, ο ένας στην ανάσα του άλλου. Δεν πρόλαβα να σου πω αυτά που ήθελα. Θα σου τα ψιθυρίζω όμως, όσο θα αγναντεύουμε τη θεα, εκεί ψηλά που θα θαφτούμε δίπλα-δίπλα.

Φοβάμαι το σκοτάδι, αλλά μόνο όταν είσαι εσυ μακριά μου.

Τι ένιωσες διαβάζοντάς το;