Ο ήχος της μηχανής του καραβιού έκανε τα αυτιά μου να βουίζουν. Κάθε λεπτό που περνούσε όλο και περισσότερο. Η καμπίνα μου δεν είχε παράθυρο. Πάσχιζα να κάνω το βλέμμα μου να διαπεράσει τα σιδερένια τοιχώματα και να κολυμπήσει γυμνό στο χάος της θάλασσας, αλλά μάταια. Είχαν φτιαχτεί από χέρι ανθρώπινο και ήταν αδιαπέραστα. Το φως τρεμόπαιζε. Δοκίμασα να κλείσω τα μάτια και να κοιμηθώ, όμως όταν τα έκλεινα με επισκέπτονταν οι δαίμονες μου. Προτιμούσαν βλέπεις το σκοτάδι μου.

Η καμπίνα ήταν τετράκλινη αλλά ήμουν μόνος. Είχα ξαπλώσει στο κάτω κρεβάτι δίπλα στην πόρτα. Την είχα κλειδώσει, και για επιπλέον ασφάλεια μάγκωσα την πόρτα του μπάνιου στο χερούλι της εισόδου. Για να την ανοίξει κανείς θα χρειαζόταν αρκετή ώρα και προσπάθεια. Ο χρόνος μου ήταν λίγος, αλλά αρκετός. Ξεκίνησα να χαράζω ονόματα στην τάβλα του επάνω κρεβατιού. Παλιοί γνώριμοι, φίλοι που πέρασαν, παλιές γκόμενες, ένας άστεγος που συνάντησα και μου δάνεισε φωτιά, άτομα που κοντοστάθηκαν και με χτύπησαν στον ώμο, ένας παλιός καθηγητής που μου έμαθε πως είναι να ξυπνάς στους άλλους αυτά που θέλουν να κοιμίζουν. Τόσα ονόματα. Τόσες αναμνήσεις. Τόσες στιγμές. Μια ζωή ολόκληρη που θα έσβηνε σε λίγα λεπτά. Και η μόνη απόδειξη ότι υπήρξε, αυτή η τάβλα στο επάνω κρεβάτι, με τα ονόματα όσων πέρασαν από μια ψυχή και έχουν να θυμούνται τον τρόπο που την άγγιξαν. Σε μια καμπίνα δίχως αριθμό, σε ένα πλοίο που δεν έπρεπε να υπάρχει.

Άναψα ένα τσιγάρο. Μετά δεύτερο. Μετά τρίτο. Μετά τέταρτο. Η ατμόσφαιρα άρχισε ήδη να γίνεται πιο οικεία. Κάπως έτσι τη φανταζόμουν. Σηκώθηκα και άδειασα το τελευταίο ποτήρι ουίσκι στο λαρύγγι μου. Ένιωθα το γλυκό αυτό κάψιμο στα σωθικά μου, να καυτηριάζει όλες τις πληγές που υπήρχαν μέσα μου και ήταν ακόμα ανοιχτές. Ο καπνός του τσιγάρου είχε ενεργοποιήσει το συναγερμό. Η βαβούρα της μηχανής είχε καλυφθεί από τον ήχο του.

Ξήλωσα τον καθρέπτη του μπάνιου και τον έβαλα όρθιο στο τραπέζι της καμπίνας. Έκατσα απέναντι. Ήθελα να κοιτάω την αντανάκλαση του διαβόλου που βρισκόταν μέσα μου.

Το ξυράφι, μου το είχε χαρίσει ο πατέρας μου την πρώτη φορά που με βοήθησε να ξυρίσω το χνούδι απ’ τα μάγουλα μου. Ήταν πολύ παλιό αλλά το είχε διατηρήσει τόσο καλά, λες και μόλις είχε φύγει από τα χέρια του ίδιου του Μπέντζαμιν Χάντσμαν. Έγλειψα τη λεπίδα, έτσι για να νιώσω την παγωμάρα του ατσαλιού. Έκοψα την άκρη της γλώσσας μου και άρχισα να γεύομαι τη σκουριά του αίματος μου. Το στόμα μου πλημμύρισε γρήγορα μέχρι που έβηξα το αίμα στο πιγούνι μου. Το φως σταμάτησε να τρεμοπαίζει. Έφτασε μια ανάσα πριν σβήσει. Το μόνο που φώτιζε ήταν λίγα χαρακτηριστικά στο πρόσωπό μου, ίσα για να μπορώ να με ξεχωρίζω στον καθρέπτη. Χάιδεψα με βία τη λεπίδα στο λαιμό μου. Ήταν κρύα και καυτή ταυτόχρονα, σαν την προσμονή του έρωτα που ξέρεις πως θα έρθει μόνο και μόνο για να σε βιάσει.

Λίγα δευτερόλεπτα και το φως της καμπίνας έσβησε για μένα. Ίσως αν υπήρχε παράθυρο, να είχα κοιτάξει έξω. Ίσως να είχα δει κάτι που θα με έκανε εκείνη την τελευταία στιγμή να αλλάξω γνώμη. Ίσως.


Αφιερωμένο σε όσους επέλεξαν να κόψουν μόνοι τους την κορδέλα του τερματισμού.

Τι ένιωσες διαβάζοντάς το;