Η νύχτα αντηχεί τα γέλια που έκαναν όλη μέρα. Κάθε χρόνο, αυτήν την εποχή, η ίδια κατάσταση. Φοράνε όλοι τους από μια χαμογελαστή φάτσα και παίρνουν τους δρόμους. Οικογένειες μαζεύονται μετά από καιρό. Κανείς δεν θέλει να δει κανέναν, αλλά δένουν τους εαυτούς τους σε μια καρέκλα, ο ένας απέναντι απ’ τον άλλον, και λένε τα νέα τους. Τους βλέπω και τους λυπάμαι όταν περνάω έξω απ’ τα σπίτια τους. Τραπέζια στρωμένα και πάνω τους απλωμένα φαγητά που τελικά θα πεταχτούν και θα ταΐσουν προσωπικότητες σαν εμένα. Η τηλεόραση ανοιχτή, παίζει εκπομπές για το ρεβεγιόν. Όλοι κρυφά παρακαλούν να ακουστεί κάτι ενδιαφέρον για να διακόψουν τη βαρετή συζήτηση που υπάρχει στο τραπέζι. Ένα στολισμένο δέντρο στη γωνία, φορά κάτι παλιά λαμπάκια που αναβοσβήνουν δαιμονισμένα. Το πνεύμα των Χριστουγέννων και μαλακίες. Έχουν χάσει το νόημα. Όταν παίρνουν τη θέση τους γύρω απ’ το τραπέζι μου έρχεται αηδία. Ανταλλάσσουν πιάτα, τσουγκρίζουν ποτήρια, κάνουν ευχές. Οι αγκώνες, οι γαμημένοι αγκώνες, δεν ακουμπούν ποτέ στο τραπέζι! Τα μπάσταρδα παιδιά τους τελειώνουν γρηγορότερα το φαγητό και κάθονται μπροστά στο τζάκι για παιχνίδι. 

Στο καρότσι μου κουβαλάω μια χοντρή κουβέρτα που βρήκα σε μια βαλίτσα, δίπλα σε έναν κάδο σκουπιδιών. Αυτή, τα ρούχα που φοράω και το Λούγκερ, είναι τα μόνα μου υπάρχοντα. Το τελευταίο, το είχα κρατήσει κληρονομιά απ’ τον πατέρα μου. Μου ευχήθηκε, μια μέρα να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα με αυτό, όταν θα βρω το νόημα της ζωής μου. Μου είπε μάλιστα να το κάνω αμέσως, για να μην προλάβω να το χάσω. Όμως, έχοντας πατήσει τα εβδομήντα πέντε, θαρρώ, και μη έχοντας τρύπα στο κεφάλι μου, μάλλον δεν το βρήκα ακόμα. Έτσι πρέπει να φεύγει ένας άνθρωπος, έχοντας βρει το νόημα της ζωής.

Όταν σκοτεινιάζει, τσουλάω το καρότσι μου μέχρι το τελευταίο παγκάκι του πάρκου. Τα σπίτια αυτών των δήθεν ανθρώπων φαίνονται λιγότερο από εκεί. Ακούω όμως τη βαβούρα τους να βγαίνει από τις καμινάδες και να βρωμίζει τον ουρανό μου! Κάθε βράδυ στρώνω τα χαρτόνια που έχω αφημένα στο θάμνο παραδίπλα, ξαπλώνω, σκεπάζομαι με την κουβέρτα μου και χαζεύω τον ουρανό μου. Ο ουρανός μου. Πάνω σε αυτόν έμαθα να γράφω και να σβήνω. Έγραφα εφιάλτες και έσβηνα όνειρα. Βλέπεις, για ανθρώπους σαν εμένα, τα όνειρα δαιμονίζουν το μυαλό. Χάνω την ησυχία μου. Με σηκώνουν απ’ το γιακά και μετά με πετάνε κατάχαμα. Τα στοιχειά μου είναι πιο αληθινά! 

Όταν γυρνούσα από την καθιερωμένη μου βόλτα για αναζήτηση φαγητού, το απόγευμα της 25ης Δεκεμβρίου 1989, δεν περίμενα πως αυτή η νύχτα θα ήταν και η τελευταία μου.

Φτάνοντας στο σημείο που ζούσα αντίκρισα μια νεαρή κοπέλα. Δεν θα ήταν πάνω από 26-27 ετών. Ήταν κρεμασμένη απ’ το λαιμό, με σχοινί δεμένο στη βελανιδιά που βρισκόταν δίπλα στο παγκάκι μου. Η ζωή είχε αποχωρήσει από το σώμα της αλλά η ψυχή της φαινόταν να μην έχει φύγει ακόμα. Αν σου έλεγα πως το θέαμα με σόκαρε, θα σου έλεγα ψέματα. Τα μάτια μου έχουν δει πολύ χειρότερα πράγματα. Σίγουρα όμως ήταν κρίμα. Την κατέβασα και την ξάπλωσα κατάχαμα. Το δέρμα της είχε κρυώσει αλλά το αίμα της, το ένιωθα ακόμα ζεστό. Έψαξα τις τσέπες της. Το μόνο που βρήκα ήταν ένας τσαλακωμένος φάκελος και ένα χειρόγραφο σημείωμα. Έγραφε:

Στην άλλη ζωή Τίμοθυ, δεν προλαβαίνουμε σε τούτη.

Ο φάκελος ήταν από το νοσοκομείο που βρίσκεται στη νότια πλευρά του πάρκου. Παρότι ήταν ήδη ανοιγμένος, δίσταζα να διαβάσω το περιεχόμενό του. Το όνομά της ήταν Γρέις. Γρέις Μάροου. Η διεύθυνση αποστολής ήταν κοντά μου. Οδός Γιορκ, αριθμός 23. Μόλις 10 λεπτά περπάτημα μακριά. Αποφάσισα να πάω προς τα εκεί. Έβαλα τα χαρτόνια μου, γύρω-γύρω στο καρότσι και ξάπλωσα μέσα την κοπέλα. Τη σκέπασα με την κουβέρτα μου για να μην κρυώνει η ψυχή της και για να μένει μακριά από τα περίεργα βλέμματα των περαστικών. Ο καιρός ήταν αρκετά κρύος, πράγμα που δυσκόλευε το γέρικο περπάτημά μου. Στη διαδρομή, σκεφτόμουν τα λάθη μου. Τι μπορεί να έκανα στραβά και έφτασα στα 75 μου, άστεγος, να σπρώχνω σε καρότσι σούπερ μάρκετ το πτώμα μιας κοπέλας, για να την παραδώσω στον άντρα της.

Τελικά, η απόσταση ήταν μεγαλύτερη από όσο νόμιζα αλλά κατάφερα να φτάσω έχοντας ακόμα μια ανάσα, ή δύο, στα πνευμόνια μου. Το σπίτι ξεχώριζε. Ήταν το μόνο που δεν ήταν κολλημένο με τα υπόλοιπα. Είχε ένα μικρό κήπο με γκαζόν και λίγες λευκές τριανταφυλλιές, περιφραγμένο με έναν αυτοσχέδιο, ξύλινο φράχτη και μια είσοδο που έμοιαζε να είναι βγαλμένη από ιστορία του Πόε. Το γραμματοκιβώτιο έγραφε “Τίμοθυ και Γρέις Μάροου”. Βρισκόμουν στο σωστό μέρος. Τα τούβλα που ήταν χτισμένο είχαν ένα ζωηρό, πορτοκαλί χρώμα, θα έλεγε κανείς πως είναι μια όμορφη παραφωνία στο μαύρο χρώμα της υπόλοιπης γειτονιάς. Όλα τα φώτα ήταν σβηστά, εκτός από της τραπεζαρίας, στον κάτω όροφο. Πλησίασα και κοίταξα απ’ το παράθυρο. 

Η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή αλλά θλιμμένη. Ένα τραπέζι στρωμένο για δύο, γιορτινό φαγητό, δυο ποτήρια με κρασί και κεριά. Ένα φωτισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο δίπλα στο αναμμένο τζάκι και μπροστά του, καθισμένος ένας νεαρός. Το πρόσωπό του φαινόταν θλιμμένο. Είχε ζωγραφισμένη πάνω του μια απόγνωση. Παρατηρώντας τον περισσότερο, έμοιαζε να μην είναι “εδώ”. Όταν χτύπησα το κουδούνι άκουσα τα γοργά του βήματα να πλησιάζουν και την πόρτα να ανοίγει απότομα. Με κοίταξε από κάτω μέχρι πάνω και το βλέμμα του καρφώθηκε με το δικό μου. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα απ’ το κλάμα. Πρώτη φορά που δεν με κοίταξε κάποιος με λύπηση. Λες και δεν τον ένοιαζε που στην πόρτα του εμφανίστηκε ένας άστεγος με ένα καρότσι σούπερ μάρκετ δίπλα του.

-Τι θέλετε;
-Είσαι ο Τίμοθυ;
-Ναι, πως ξέρεις το όνομά μου;
-Μένω στο πάρκο εδώ κοντά και… 
-Τι συνέβη; Η Γκρέις; Έπαθε κάτι η γυναίκα μου;

Με κοίταγε στα μάτια περιμένοντας απεγνωσμένα μια απάντηση. Του έδωσα τον τσαλακωμένο φάκελο και το σημείωμα. Όταν το διάβασε κατέρρευσε και έπεσε, κλαίγοντας, στα γόνατα. Τον ακούμπησα στον ώμο και του είπα να πάρει μιαν ανάσα. Άνοιξε τον τσαλακωμένο φάκελο. Μέσα του βρίσκονταν εξετάσεις της Γκρέις. Είχε διαγνωστεί με έναν επιθετικό καρκίνο στους λεμφαδένες. Η ζωή της θα ήταν σύντομη και δύσκολη, τόσο για εκείνην, όσο και για τον Τίμοθυ. 

-Μα γιατί δεν μου το είπε; Γιατί να κρύψει κάτι τέτοιο;
-Ίσως θα ήταν καλύτερα, γιε μου, να ρωτήσεις την ίδια. 

Σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε. Τράβηξα την κουβέρτα απ’ το καρότσι μου και το πρόσωπο της Γκρέις εμφανίστηκε. Προχώρησε γονατιστός στο μέρος της και την αγκάλιασε. Σηκώθηκε αγκομαχώντας και την σήκωσε απ’ το καρότσι. Την έπιανε και την χάιδευε λες και ήθελε να της δώσει ζωή από τα κύτταρά του. Δεν σταμάτησε να κλαίει. Κάθε τόσο γυρνούσε το κεφάλι του και με κοιτούσε. Όταν βρήκε λαλιά, μου είπε. 

Αυτά θα ήταν τα πρώτα μας Χριστούγεννα. Ανυπομονούσαμε τόσο πολύ να τα περάσουμε μαζί. Η Γκρέις ήταν ο κόσμος μου. Για ‘κείνην ανέπνεα. Έδινε νόημα στη ζωή μου, στη μέρα μου και στη νύχτα μου. Με έκανε ομορφότερο, με έκανε καλύτερο, όπως και κάθε τι που άγγιζε. Ήταν ο δικός μου άνθρωπος. Ο καλός μου άνθρωπος.  

Την πήγε μέσα και την ξάπλωσε μπροστά στο τζάκι. Της χάιδεψε τα μαλλιά και το πρόσωπο. Ξάπλωσε κι εκείνος, ανάσκελα, δίπλα της και της έπιασε το χέρι. Μείναμε και οι τρεις έτσι ακίνητοι για αρκετά λεπτά. Το αίμα της είχε πια παγώσει. Το ίδιο και το δικό του. Το ίδιο και το δικό μου. 

Μια εκκωφαντική σιωπή ακούστηκε στον χώρο. Επιτέλους, βρήκα το νόημα της ζωής.

Καλά Χριστούγεννα. 

Τι ένιωσες διαβάζοντάς το;