-Όταν σου μιλάω θα κοιτάς κάτω! Το κατάλαβες;
-Μα…
-Σκάσε μαλακισμένο. Δεν ανήκεις εδώ.
-…

Νομίζω ήμουν γύρω στα 15. Δεν μπορώ να θυμηθώ καλά γιατί προσπαθούσα χρόνια να σβήσω αυτές τις μνήμες. Αδύναμο παιδί, μα διψασμένο. Στα διαλείμματα κρυβόμουν ανάμεσα στα δέντρα για να μη με βρίσκουν. Δεν ήθελα την επαφή με τους ανθρώπους. Με είχαν κάνει να τους σκιάζομαι. Κάθε τι που έκανα ήταν κατακριτέο. Λες και όλοι αυτοί, οι αυτοαποκαλούμενοι κριτές, ήξεραν καλύτερα από μένα. Μπορούσαν να σκίζουν χειρουργικά τα μάτια μου και να αφήνουν κάτι κρυφά δάκρυα και τα δυο όνειρα που είχα να χύνονται, αργά, από μέσα τους. Μα πως να ορθώσω ανάστημα; Πως να τα βάλω με έναν, δύο, τρεις από δαύτους ταυτόχρονα; Κάθε απάντηση σήμαινε σφαλιάρα, μόνο που δεν είχαν τ’ αρχίδια να σηκώσουν το χέρι τους. Άνοιγαν το στόμα τους και ξερνούσαν λόγια, χωρίς να ξέρουν τι σήμαιναν για μένα. Κάθε λέξη, κάθε πρόταση, σφηνωνόταν μέσα μου και άρχιζε να χτίζει έναν εαυτό που δε διάλεξα εγώ. Όταν κρατάς μέσα σου λόγια από σάπιους ανθρώπους, σαπίζεις και εσύ. Η μπόχα βγαίνει από τους πόρους του δέρματός σου και καταλήγεις στα γόνατα να φτύνεις τη χολή που σου πότισαν. Αλλά το κατακάθι μένει εκεί.

-Μ μ μη μου μι μι μιλάς έτσι.
-Γιατί, θα με δείρεις;

Όχι δεν μπορούσα να σε δείρω. Δεν μπορούσα να σου αντιμιλήσω. Φοβόμουν. Κάθε φορά που φορούσα την κάπα του σουπερ ήρωα, την έβλεπα όλο και πιο κομμένη. Δεν μπορούσα πλέον να πετάξω μακριά. Δεν μπορούσα να αντισταθώ. Δεχόμουν την κάθε ύβρη που με έσπρωχνε πιο βαθιά στο χώμα. Σε ένα λάκκο που άνοιξες εσύ, και εσύ, και εσύ, για να τον γεμίσω εγώ.

Την αφαίρεση δεν την έμαθα στην τάξη. Την έμαθα στο προαύλιο, πεσμένος κατάχαμα με τα γόνατα ματωμένα. Κάθε φορά που μου αφαιρούσαν τη λέξη που ήθελα να ξεστομίσω. Κάθε φορά που μου αφαιρούσαν το δικαίωμα στο παιχνίδι, το δικαίωμα στη σκέψη, τη γαμhμένη όρεξη που είχα να τρέξω ελεύθερος μέχρι τα πόδια μου να ξεκολλήσουν απ’ το σώμα μου και να συνεχίσουν να τρέχουν μόνα τους.

Ήθελα πολύ να έρθει κάποιος και να μου ρίξει ένα χαστούκι και να μου πει “ΜΙΛΑ”. Μίλα μ@λάκα! Πάντα υπάρχει κάποιος εκεί έξω που θα ακούσει αυτό που έχεις να πεις. Αν χρειάζεσαι βοήθεια θα σου δώσει ένα λόγο για να σηκωθείς και πάλι. Θα σου σκουπίσει τα αίματα και θα κοιτάξει να ράψει τα μάτια σου, πριν να φύγουν τα δυο όνειρα που είχες μέσα τους. Και αν είσαι τυχερός, θα φυτέψει άλλο ένα που δεν ήξερες.

Μη φοβάσαι να μιλήσεις, να φοβάσαι όταν δε μιλάς. Κανείς δεν έγινε αυτό που έγινε μόνος του. Όλοι συνάντησαν στο δρόμο τους έναν περαστικό που τους κλότσησε την πέτρα, πριν να την πατήσουν και να πέσουν. Όλοι ένιωσαν έναν γνωστό ή έναν άγνωστο να τους τραβάει από τη μπλούζα, πριν να πέσουν με τη μούρη στη λάσπη. Όλοι αυτοί άνοιξαν το στόμα τους.

Άνοιξέ το και εσύ. Μη φοβάσαι να μιλήσεις.

Τι ένιωσες διαβάζοντάς το;