Ώρες ώρες αναρωτιέμαι αν έχω ανθρώπους δίπλα μου. Υπάρχουν σαν φιγούρες αλλά μάλλον δεν είναι ποτέ εκεί. Ίσως τους φοβάμαι και αυτό τους απομακρύνει. Μάλλον όχι. Τους φοβάμαι και αυτό τους κάνει να φαίνονται στα μάτια μου σαν φιγούρες στη νύχτα. Από αυτές που έτρεχα να κρυφτώ όταν ανέβαινα τρέχοντας την εσωτερική σκάλα του σπιτιού που μεγάλωσα.
Τη γνώρισα την πρώτη μέρα του δημοτικού, όταν γύρισα σπίτι απ’ το σχολείο. Καθόταν στο μεγάλο σκαλί, έξω από την πόρτα μας. Φαινόταν λίγο χαμένη. Λες και ήταν χήνα που μεταναστεύει προς το Νότο, αλλά στην πορεία βγαίνει από το υπόλοιπο κοπάδι και καταλήγει στο έδαφος, μη ξέροντας προς τα που να πάει. Όταν έκατσα δίπλα της μου χαμογέλασε και με φίλησε στο μάγουλο. Κοκκίνισα. Από εκείνη τη στιγμή την είχα ερωτευτεί. Ήξερα πως θα περάσουμε μαζί την υπόλοιπη ζωή μου. Μπορεί κατά καιρούς να έρθουν και οι φιγούρες που σου είπα πριν, αλλά θα είναι περαστικές. Εκείνη θα είναι πάντα δίπλα μου.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που έγραψα για εκείνη. Ήμουν στα 16 μου. Ήταν καλοκαίρι, όπως τώρα. Το σχολείο είχε τελειώσει και πέρασα ένα Σαββατοκύριακο μαζί με τους ανθρώπους. Πήγα στη θάλασσα, κολύμπησα, γέλασα, κοιμήθηκα. Μετά περιπλανήθηκα σε στέκια που κατοικούσαν κι’ άλλες αλήτικες ψυχές. Δεν την έβγαλα όμως απ’ το μυαλό μου. Δεν σου κρύβω πως προσπάθησα. Αλλά κάθε φορά που κατάφερνα να τη διώξω, εκείνη γαντζωνόταν από τις σκέψεις μου και έβρισκε το δρόμο της μέσα μου. Ήταν σαν μια γλυκιά αρρώστια που κατοικούσε στην ψυχή μου. Από αυτές που ζητάς θεραπεία, αλλά στην πραγματικότητα δε θες να φύγει ποτέ. Μπορώ να πω πως την αγαπούσα.
Το επόμενο βράδυ ταξίδευα για Αθήνα. Ήταν η πρώτη φορά που θα βρισκόμουν για τόσες ώρες σε ένα πλοίο χωρίς κάποια συνοδεία. Δεν είχα ύπνο και αποφάσισα να περιπλανηθώ στους χώρους του πλοίου. Το εσωτερικό του ήταν αδιάφορο. Πολύς κόσμος, αποχαυνωμένος παρακολουθούσε τηλεόραση, άλλοι διάβαζαν, άλλοι συνομιλούσαν. Κάποιοι είχαν κρυφτεί σε γωνίες με κλειστά τα μάτια. Βγήκα στο κατάστρωμα. Εκεί τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Επικρατούσε το σκοτάδι. Ο κόσμος ήταν λιγότερος. Ήταν πιο ήσυχα. Ο μόνος θόρυβος που άκουγα ήταν αυτός της μηχανής και όταν πλησίαζα την άκρη, τα κύματα να χτυπάνε ρυθμικά το σκαρί του πλοίου, λες και περίμεναν απάντηση από αυτούς που είναι μέσα του. Την είδα να κάθεται αγκαλιάζοντας τα γόνατά της και να κοιτάζει το μαύρο της θάλασσας που ερωτοτροπούσε με το μαύρο του ουρανού. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση που ήταν εκεί. Πίστευα φεύγοντας απ’ τη στεριά θα την άφηνα πίσω μου. Ίσως και στην άκρη του κόσμου να έτρεχα, θα την έβρισκα μπροστά μου. Έκατσα παραδίπλα της. Δεν ήθελα να της χαλάσω τη γαλήνη που είχε το πρόσωπό της, ούτε να καταπατήσω τον προσωπικό της χώρο. Έβγαλα από την τσέπη μου ένα μικρό τετράδιο που είχα και ένα στυλό. Στην αρχή σκέφτηκα να τη ζωγραφήσω. Μετά όμως θυμήθηκα πως δεν ξέρω να ζωγραφίζω. Οπότε αποφάσισα να γράψω για εκείνη. Δεν μου πήρε και πολύ. Οι λέξεις υπήρχαν ήδη στις φλέβες μου. Μάτωσα λίγο τις άκρες των δακτύλων μου και εύκολα βγήκαν στο χαρτί. Ήταν σημεία που το αίμα βγήκε λίγο περισσότερο από ότι υπολόγιζα και έκανε μουτζούρα. Φοβήθηκα μήπως δεν καταλάβει τι γράφω, οπότε όταν τελείωσα αποφάσισα να της το διαβάσω για να σιγουρευτώ πως θα με νιώσει. Τη σκούντηξα στον ώμο και γύρισε προς το μέρος μου. Με αναγνώρισε και μου χαμογέλασε αμέσως. Πριν της πω τι ήθελα, έγνεψε καταφατικά και ξεκίνησα την ανάγνωση. Έβλεπα την ανάσα μου να μεταφέρει τα λόγια μου και να τη διαπερνούν. Στεναχωριόμουν που δεν έμεναν μέσα της, όμως την έβλεπα να χαμογελά. Μάλλον με καταλάβαινε. Όταν τελείωσα τύλιξα το χαρτί και της το έδωσα. Το πήρε στα χέρια της, το φίλησε και το πέταξε στη θάλασσα. Ξαφνιάστηκα.
-Δεν χρειάζεται να το κρατήσω.
-Μα, γιατί;
-Θα είμαι δίπλα σου για πάντα. Εσύ θα θυμάσαι τι μου έγραψες και θα μπορέσεις να μου τα πεις ξανά αν θελήσεις.
Με έκανε να χαμογελάσω. Ήμουν θλιμμένος δίπλα της, αλλά χαρούμενος. Έφυγα.
Το επόμενο πρωί έψαξα να τη βρω αλλά δεν ήταν πουθενά. Βγήκα πρώτος από το πλοίο και κοντοστάθηκα παρατηρώντας τους ανθρώπους. Προσπαθούσα να τη βρω μέσα στο πλήθος αλλά δεν ήταν εκεί. Ήμουν σίγουρος πως είχα κοιτάξει κάθε πρόσωπο. Δεν την είδα. Μάλλον θα χάθηκε. Ίσως αποφάσισε να πηδήξει στη θάλασσα μέσα στη νύχτα. Την είχα χάσει.
Τα χρόνια πέρασαν. Άλλαξα πολλές πόλεις. Ταξίδεψα σε χώρες ψάχνοντας να τη βρω. Είχε χαθεί από προσώπου γης. Όμως πάντα ένιωθα κάποιον να με παρακολουθεί σε όλες μου τις περιπλανήσεις.
Ήμουν σχεδόν μεσήλικας όταν γύρισα ένα βράδυ απ’ τη δουλειά. Η εξώπορτα της πολυκατοικίας ήταν φωτισμένη. Γύρω σκοτάδι. Στο χαλάκι καθόταν ένας σκύλος. Φαινόταν πολύ φιλικός, αλλά δεν σου κρύβω πως φοβόμουν να τον κοιτάζω στα μάτια. Δεν ήθελα να μπω σπίτι. Περπάτησα το τετράγωνο και επέστρεψα στην είσοδο. Είχε φύγει. Μπήκα γρήγορα μέσα. Ξεκλείδωσα την πόρτα του σπιτιού. Δεν μου άρεσε να ανάβω όλα τα φώτα όταν έμπαινα μέσα. Προχώρησα στο σαλόνι και άναψα ένα πορτατίφ. Προς έκπληξή μου την είδα να κάθεται στον καναπέ. Είχε το ίδιο χαμόγελο στο πρόσωπό της όπως την τελευταία φορά που την είδα, εκείνο το βράδυ στο πλοίο. Έκατσα δίπλα της. Χάιδεψε το πρόσωπό μου με το χέρι της και με φίλησε στο μάγουλο. Ένιωσα όπως τότε που καθίσαμε για πρώτη φορά στο σκαλοπάτι έξω απ’ το σπίτι μου, όταν ήμουν μικρό αγόρι.
-Πως σε λένε;
-Μπορείς να με ονομάσεις όπως θέλεις εσύ.
Ναι, ποτέ δεν μου είπε το όνομά της. Ίσως γιατί ποτέ δεν την ρώτησα. Ίσως γιατί κάθε άνθρωπος την ονομάζει διαφορετικά. Για κάθε έναν από εμάς έχει άλλη μορφή, άλλο όνομα, άλλη υπόσταση, άλλη σημασία. Όλοι όμως την έχουμε κοντά μας, όσες θολές φιγούρες και αν περάσουν από τη ζωή μας. Όταν όλα τα φώτα σβήνουν στο δωμάτιο και κάθε ήχος παγιδεύεται έξω από το χώρο μας, τότε εμφανίζεται για να μας σκεπάσει το βράδυ και να βαρύνει τα βλέφαρά μας. Έχει το μπλε χρώμα της θλίψης, το κόκκινο της ζωής και το μαύρο της αβύσσου. Κανείς δεν τη θέλει, όμως είναι πάντα δίπλα μας. Μέχρι το τέλος.