Πως διαλέγεις τις τελευταίες σου λέξεις;
Ένα αντίο, ένα τελευταίο σ’ αγαπώ, ένα “μου λείπεις”, ένα “να με θυμάσαι”, ένα “ξέχασέ με”.
Αποχαιρετάς ψυχές που πέρασαν; Περαστικούς; Αδέρφια και γονείς;
Φίλους και οχτρούς; Έρωτες που έζησαν μια μόνο αυγή και άλλους που γεννιόντουσαν στη δύση; Ή διαλέγεις να σβήσεις τη λαλιά σου σε μια άβολη σιωπή, παρηγορώντας τα περίλυπα βλέμματα;
Εφιάλτες, γινήκανε όνειρα στην κόλαση. Από αυτούς που σε έκαναν να χάσεις τον ύπνο σου και να βρεις μιαν αλήθεια μες τον ξύπνιο σου. Όλα γυρνάνε πίσω στο κεφάλι σου και κατακάθονται, εκεί, στην ύστατη στιγμή.
Τι είναι αυτό που απομένει όταν η ψυχή αποχαιρετά το σώμα και η σάρκα γίνεται χώμα;
Δυο χείλη ακούμπησαν ένα κούτελο και με μιαν ανάσα χάραξαν πάνω του μια φράση. Αυτή που θα προφέρεις και συ αργότερα όταν θα ρουφάς τα δάκρυά σου. Όταν θα κοιτιέσαι στον καθρέπτη και μέσα του θα βλέπεις εμένα κι εσένα μαζί. Όταν θα ζυγώνεις στη μνήμη σου στιγμές που ζήσαμε και άλλες που δωρίσαμε σε άλλους για να ζήσουν. Γιατί ξέρεις, δεν είχαν όλοι την τύχη να πληγωθούν και να πληγώσουν, κάτω από μια σονάτα που γράφτηκε για αυτούς. Αρκέστηκαν σε τραγούδια για έρωτες ξένους, ανεκπλήρωτους.
Ίσως δεν υπάρχουν τελευταίες λέξεις. Ίσως τελικά η αιωνιότητα να υπάρχει, αναμένοντας ξανά μια μαγευτική καταστροφή, προκειμένου να γεννηθούν και πάλι οι ψυχές. Εκείνες οι δυο που ζωγράφισαν πατημασιές πάνω στην άμμο.