Ένας τοίχος χτισμένες αναμνήσεις. Λάσπη και πέτρες. Στάχτες ανθρώπινες, ποτισμένες με αμφιβολία. Διάλεξες σωστά; Πήρες τη σωστή απόφαση;
Βρέθηκα ξαπλωμένος στο ταβάνι. Είχα κολλήσει πάνω του σαν αράχνη. Σαν κατάρα που εξημέρωσες και τώρα έχει γαζωθεί πάνω σου. Κοιτούσα το πάτωμα και προσπαθούσα να το φτάσω. Δυο φωτογραφίες αραδιασμένες κατάχαμα. Το ίδιο σταφιδιασμένο πρόσωπο, μόνο που στη μια γελάει αντί να κλαίει και στην άλλη ουρλιάζει αντί να σιωπά. Ουρλιάζει αίμα μελανό, πουλιά που ζωγραφίζουν παραμύθια.
Μου λείπει να χώνω το κεφάλι μου στη σχισμή του καναπέ. Βρίσκω τους δυο εραστές εκεί μέσα να ερωτοτροπούν, πάνω σε ένα δήθεν αφηνιασμένο πάθος που βαστά δυο στιγμές και μετά πεθαίνει τυλιγμένο στο ζωνάρι του. Βυθίζομαι σε λήθη. Αρχίζω να τρέχω προς τη νύχτα. Θέλω να προλάβω την αρχή της. Να είμαι παρόν την ώρα που ξυπνάνε οι επιθυμίες και αυνανίζονται οι ψυχές. Είναι η πιο αληθινή ώρα μέσα στα τελευταία μου εικοσιτετράωρα.
Οι ανάσες μυρίζουν ομίχλη και ώχρα. Όταν σε πλησιάζουν, ανοίγουν το βιβλίο τους και αρχίζουν να γράφουν για σένα.
Βλέπω τον καπνό να αιωρείται στο δωμάτιο· προσπαθώ να ανακαλύψω την ποίηση μέσα του. Η άμμος με γαργαλάει στα πόδια. Μπλέκεται ανάμεσα στα δάχτυλά μου ενώ περπατάω πέρα-δώθε, αδειάζοντας σε κάθε βήμα μου και από μια σταγόνα ιδρώτα. Η μουσική ήταν εκεί. Πάντα είναι εκεί και σου θυμίζει με τις νότες της όλα αυτά που θες να ξεχνάς. Παίζει πάλι πιο αργά λες και δεν θέλει να σου ξεφύγει ούτε στίχος. Κρασί χυμένο στο τραπέζι και δίπλα ξαπλωμένη εσύ. Το στόμα σου ανοιχτό, αδειάζει κενές σελίδες. Θυμάμαι μια νύχτα που ξαπλώσαμε στο πάτωμα. Άρχισα να σου μιλάω για τους παιδικούς μου εφιάλτες και ευχόμουν να ήσουν μέσα μου τότε και να τους ζούσες μαζί μου. Πάντα με άφηναν κρεμασμένο με θηλιά απ’ το ταβάνι. Ένιωθα μόνος τότε. Θα ήταν ωραίο να σε είχα κρεμασμένη δίπλα μου και να βλέπω στα κλεφτά το πρόσωπο σου να λιώνει και κάθε σταγόνα να το σχηματίζει πάλι στο πάτωμα.
Ξεπλένεις το αίμα από πάνω σου, μόνο για να ανακαλύψεις πως η πληγή ήταν ήδη κλειστή! Είχε κλείσει μέρες τώρα αλλά δεν το κατάλαβες. Το αίμα ανάβλυζε από τους πόρους του δέρματος σου. Ήταν εκεί για να σε κρατάει σε εγρήγορση και να δίνει χτύπους στην καρδιά. Όταν φτάνεις στο σημείο που πρέπει να ξεριζώσεις κάτι που έχει γίνει ένα με εσένα, συνήθως ξεριζώνεις και κάποιο κομμάτι σου, με το αίμα σου να απλώνεται στους τοίχους. Τώρα έκλεισε η πληγή και θα σου αφήσει σημάδι για να θυμάσαι τι έκανες…. για να θυμάσαι τι έκανες πριν το ξανακάνεις, γιατί αυτή είναι η φύση μας, να επαναλαμβανόμαστε αλλάζοντας λίγο τις συνθήκες, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις.
Τώρα ήρθε η ώρα να σκουπίσεις τα απομεινάρια. Να καθαρίσεις σώμα, ψυχή, καρδιά, μυαλό και να ξεκινήσεις πάλι. Ώρα να σηκώσεις το βράχο που συνέθλιψε το κεφάλι σου. Οι σκέψεις σε πονάνε ακόμα. Αυτό το γαμημένο “γιατί” θα σε κατατρέχει, όμως θα βρίσκεσαι μπροστά και αυτό πίσω σου. Πρέπει να τρέξεις όπως έτρεχες όταν ήσουν μικρό αγόρι. Όπως όταν ήσουν ελεύθερος. Θυμάσαι;
Είναι σκληρές οι μνήμες. Αλλά όταν τις ξεπλύνεις από πάνω σου θα βρεις το δρόμο σου.
Ένα τελευταίο, δειλό, δάκρυ βγαίνει απ’ το μάτι μου. Ξεκίνησε η σονάτα. Όλα θα πάνε καλά τελικά. Θα γεννηθώ ξανά.