-Γιατί θαρρείς πως είναι άδεια η ζωή σου;
-Γιατί σε έδιωξα.
Είχα μέρες να ακούσω τη φωνή μου. Την άκουγα μόνο μέσα από τις συζητήσεις που έκανα στο κεφάλι μου. Όταν θες να ξεφύγεις απ’ τους ανθρώπους, πρέπει πρώτα να ξεφύγεις από σένα, γιατί και εσύ ένας από δαύτους είσαι.
Είχα κρεμάσει στον τοίχο ένα αόρατο ρολόι. Παρακολουθούσα συνέχεια τους δείκτες να διώχνουν μία-μία τις ώρες και τα λεπτά. Τα χέρια μου έτρεμαν κάθε φορά που προσπαθούσα να γράψω το όνομά της στο χαρτί, και τελικά, κατέληγα να κάνω μουτζούρες που αργότερα ονόμαζα ζωγραφιές. Λεπτές, και άλλες πιο χοντρές γραμμές από μελάνι, σχημάτιζαν μορφές και ίσως κάποιες λέξεις που δεν ξεχώριζα. Είχα χάσει τη λαλιά μου.
Ήθελα να κοιμηθώ μα δεν μπορούσα. Δοκίμασα να κουράσω το μυαλό μου με παλιές ιστορίες. Τσακωμοί με φίλους, ατέλειωτες βόλτες στα πλακόστρωτα σοκάκια της Τραστέβερε, περασμένοι έρωτες. Τίποτα δε βοήθησε. Προσπάθησα να πω την αλφαβήτα ανάποδα. Ποτέ δεν μπόρεσα να το κάνω. Πάντα κατέληγα να λέω τα τρία τελευταία γράμματα. Ξανά και ξανά.
«Ωμέγα, ψι, χι. Ωμέγα, ψι, χι. Ωμέγα ψυχή. Τελευταία ψυχή.»
Λες και έχουμε κι’ αλλη.
Πέρασαν ώρες πριν τα μάτια μου σβήσουν με το φως της εξώπορτας.
Ξύπνησα κάτω από ένα σωρό με στάχτες. Σκούπισα τα μάτια και κοίταξα το ταβάνι. Δεν είχαν πέσει όλες χάμω. Ήταν αρκετές που χόρευαν μπροστά στο λιγοστό φως που έμπαινε απ’ το παντζούρι. Ο ανεμιστήρας της οροφής είχε σταματήσει. Το ίδιο και η σονάτα του κυρίου Μ. Το στέρνο μου είχε ανοίξει στα δυο. Ήταν πυρωμένο ακόμα. Αυτή ήταν η πηγή τους τελικά. Μέσα στη λήθη του ύπνου μου, ένιωσα το κάψιμο όταν βγήκε από μένα και τώρα αντίκρισα το σημάδι που άφησε. Ήταν όμως βαθύτερο απ’ ότι έβλεπα.
«Φεύγω τώρα. Αν χαθώ δεν θα ψάξω δρόμο να γυρίσω. Θα πάω μπροστά!»
Ήταν τα τελευταία λόγια που ξεστόμισε πριν ξεριζωθεί από μέσα μου, και αφήσει την πόρτα ανοιχτή πίσω της. Όταν έχεις την ψυχή σου αγκυρωμένη, με την πρώτη ευκαιρία θα φύγει μακριά σου. Για φίλο της σε θέλει, όχι δυνάστη. Θέλει να είναι ένα με σένα, όχι γιατί είναι κτήμα σου, αλλά γιατί της αρέσει να βιώνει τη ζωή μέσα από σένα.
Ο καθρέπτης είχε σπάσει από τη ζέστη. Ένα κομμάτι του έμεινε μόνο να με κοιτά και να μου θυμίζει τι δεν έκανα για να σε κρατήσω μέσα μου.