-Πρασινίζουν τα μάτια σου όταν κλαις.
Απομόνωση. Όμορφη λέξη, ομορφότερη έννοια.
Προσπαθώ εδώ και ώρα να κλάψω αλλά δεν τα καταφέρνω. Λίγες ώρες πριν, τα λόγια σου με κάρφωσαν μπρούμυτα στο έδαφος. Ένιωσα αποδέκτης ενός μικρού καρδιακού επεισοδίου. Το μυαλό σταμάτησε, ο χρόνος πάγωσε, τα μάτια μου πλημμύρισαν αμέσως αλλά πρόσταξα τα δάκρυα να μη κυλήσουν γιατί υπήρχε κόσμος γύρω μου με μάτια που σε κρίνουν όταν είσαι αδύναμος.
Μπήκα στο καβούκι μου και αμπάρωσα την είσοδο. Κράτησα μόνο λίγες χαραμάδες ανοιχτές για να παίρνω αέρα και να διατηρηθώ στη ζωή. Σου έχω πει ποτέ για το καβούκι μου; Στην πραγματικότητα είναι ο εαυτός μου, αλλά στο μυαλό μου τον έχω σαν ένα μεγάλο καβούκι χελώνας. Μέσα του ξαπλώνω και γίνομαι ομίχλη. Κοιτώ απ’τις χαραμάδες πότε θα εξαφανιστούν οι κακοί για να μπορέσω να βγω. Πολλές φορές δεν θέλω κιόλας. Είναι ωραία εκεί μέσα. Έχει υπέροχη ακουστική. Το κακό, όμως, είναι οι σκέψεις μου. Τις ακούω πεντακάθαρα. Όσο και αν προσπαθώ να τις αποβάλω και να τις κλειδώσω έξω από την πόρτα δεν τα καταφέρνω. Μένουν εκεί. Δοκίμασα να μεταμορφωθώ σε νερό, σε άμμο, σε ανάσες, σε μικρούς πειρατές. Οι σκέψεις μου όμως ήταν εκεί. Ξέρεις κάτι; Τελικά, νομίζω πως αυτές με κρατάνε ζωντανό. Όσο άσχημες, όμορφες, απόκοσμες, τρυφερές, γαμημένες και αν είναι, αυτές με κρατούν στη ζωή.
Είναι φορές που νιώθω να πέφτω σε κώμα. Φαντάζει σαν μια μαύρη παύση. Μια ατελείωτη πτώση, σε αργή κίνηση, και μόλις προσγειωθείς στο έδαφος, ξεκινούν τα όνειρα. Ή μάλλον, όχι ακριβώς τα όνειρα. Οι αντανακλάσεις των ονείρων που έβλεπες κάθε βράδυ, μέχρι τη στιγμή εκείνη που βυθίστηκες στην άβυσσο. Μέσα σε αυτή τη δίνη είσαι γαντζωμένη και εσύ, η καύλα σου, ο έρωτάς σου, η μαγεία σου, τα λόγια σου.
Θυμάμαι τις φορές που ξάπλωνα ανάσκελα και εσύ ερχόσουν πάνω μου. Μου έκοβες την ανάσα· κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ένιωθα τόσο ολόκληρος. Ήμουν βασιλιάς των τυφλών, όχι όμως επειδή έβλεπα.
Ταχυκαρδία σε αργή κίνηση. Έχει αρχίσει να μ’αρέσει τελευταία. Αν πριν απλά παρατηρούσες, τώρα βλέπεις. Αφουγκράζεσαι. ΝΙΩΘΕΙΣ. Τα πάντα στο 100%. Σαν να πάτησες το κουμπί της αυτοκαταστροφής, ξέροντας πως αμέσως μετά θα γεννηθείς ξανά και θα αρχίσεις να ρουφάς σαν σφουγγάρι. Τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν. Δεν κλαίνε. Τώρα δεν είναι πράσινα. Τα ακούμπησα στο τραπέζι, αλλά έπεσαν στο πάτωμα. Πρόσεξε να μη μου τα πατήσεις. Μπορεί να γλιστρήσεις σε όσα είδα.
Η τελευταία νότα παίχτηκε και ξεκίνησε μια φωνή που απεχθάνομαι με όλο μου το είναι. Κάθε φορά που την ακούω, βάφεται το πρόσωπό μου μαύρο. Γύρω από τα χείλη μου πέφτουν ουρανοί σε σχήμα κύκλου. Αλλάζει η ισορροπία του προσώπου μου. Τώρα αρχίζω να μιλάω σαν τραγούδι δίχως στίχους, μέχρι το μαύρο και οι ουρανοί να ξεβάψουν από πάνω μου και να μπουν μέσα μου.
Είναι ξαπλωμένος αλλά νιώθω να πνίγομαι. Καταπίνω λόγια που θέλω να πω και τα νιώθω να κατεβαίνουν στο λαρύγγι μου σαν μικρά ξυράφια που γρατζουνάνε τα τοιχώματα μέχρι να φτάσουν στο στομάχι και να γίνουν ένας μεταλλικός ζωμός που θα βγει, τελικά, από τα δάχτυλα μου. Τα λόγια μπορούν να είναι κοφτερά, είτε τα λες, είτε τα γράφεις.
Διασχίζοντας το δρόμο είδα έναν κύριο ξαπλωμένο στη μέση. Είχε γύρω του φωτιά που σχημάτιζε το περίγραμμα του. Σαν να έπεσε κάτω και ξαφνικά πύρωσε την άσφαλτο. Κοιτούσε τον ουρανό και γελούσε. Όσο πιο δυνατά γελούσε τόσο μεγάλωναν οι φλόγες. Σκέφτηκα να ανάψω τσιγάρο απ’αυτες αλλά ίσως καλύτερα να μην τον ενοχλήσω. Εσένα θα σου άρεσε να σε ενοχλούν στο κολαστήριο σου; Δεν έχω καταλήξει τι είναι καλύτερο· κόλαση όπου καίγεσαι ή κόλαση όπου σκέφτεσαι;
Ένα διαολεμένο μπλουζ έχει κολλήσει στο νου μου, με ένα σαξόφωνο να στριγκλίζει ασταμάτητα τις σκέψεις μου.