Ο ρυθμός του βηματισμού της ήταν σταθερός, αλλά με ξύπνησε. Όταν άνοιξα τα μάτια αντίκρισα μερικούς στρατιώτες παραταγμένους κατά μήκος του δρόμου. Κάποιοι κρατούσαν όπλα, ένας άλλος μιλούσε στον ασύρματο, κάποιος άλλος έπαιρνε οδηγίες από ανώτερό του. Αλλά όλοι είχαν μια ένταση και έναν τρόμο στο βλέμμα τους. Περίμεναν πως κάτι θα ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή.
Ήμουν δεμένος στην πλάτη της μάνας μου. Ήμουν δέκα χρονών αλλά δεν ήθελε να με κουράσει στο περπάτημα. Το κεφαλάκι μου ακουμπούσε στο πίσω μέρος του ώμου της. Με τα χέρια μου της αγκάλιαζα το λαιμό. Στο κεφάλι της κουβαλούσε ένα σακί με ρύζι. Η ποσότητα ήταν αρκετή για να έχουμε τροφή ολόκληρη την εβδομάδα. Βέβαια, με τις συνθήκες που επικρατούσαν, δεν ξέραμε αν θα αντέξουμε.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν φτάσαμε στην είσοδο του χωριού. Ο ουρανός είχε ένα βαθύ μπλε χρώμα που μου άρεσε να χαζεύω. Είδα ένα πολύ φωτεινό αστέρι να πέφτει από ψηλά. Χαμογέλασα και έκλεισα τα μάτια μου για να προλάβω να κάνω μια ευχή πριν χαθεί. Άνοιξα τα μάτια και προς έκπληξή μου, το αστέρι συνέχισε να πέφτει. Ερχόταν προς το μέρος μας. Ξαφνικά η μάνα μου πέταξε το σακί με το ρύζι και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι μας. Είδα τους φίλους μου, τους γείτονές μου, τους στρατιώτες, να τρέχουν και αυτοί αναζητώντας καταφύγιο. Από τα στόματά τους άκουγα ουρλιαχτά, μα δεν καταλάβαινα γιατί. Γιατί τρέχουν; Ένα αστέρι είναι μόνο. Γιατί δεν κάνουμε όλοι την ίδια ευχή; Ίσως τότε να πραγματοποιηθεί.
Το αστέρι έπεσε στο σπίτι της Αμπέμπι. Το κατέστρεψε και του έβαλε φωτιά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα άρχισαν να πέφτουν κι’ άλλα αστέρια. Ο ουρανός και η γη άρχισαν να φωτίζονται από τη λάμψη και τις φλόγες. Πως γίνεται τα αστέρια να κάνουν κακό στη φυλή μου; Οι γέροντες μας είχαν πει το αντίθετο. Μπήκαμε στο τενεκεδένιο σπίτι μας. Έτσι το έλεγα γιατί ήταν φτιαγμένο από αλουμίνιο και λιγοστό πλαστικό. Ο πατέρας μου και τα αδέρφια μου ήταν ήδη εκεί, μισοπεσμένοι στο πάτωμα. Κοιτούσαν από το παράθυρο. Η μάνα μου με έβγαλε από πάνω της και γονάτισα δίπλα στον μεγάλο μου αδερφό, που ήταν και αυτός τρομοκρατημένος. Οι θόρυβοι από τις εκρήξεις των αστεριών ήταν πολύ δυνατοί. Μαζί με αυτούς ακούγονταν και πυροβολισμοί. Αυτούς τους αναγνώριζα από τους στρατιώτες. Τους άκουγα κάθε πρωί να δοκιμάζουν τα όπλα τους. Ο άλλος μου αδερφός, ο Σαντίκι, με χάιδεψε στο κεφάλι και μου είπε να μη φοβάμαι. Θα περάσει γρήγορα.
Θυμήθηκα τη μέρα που κατεβήκαμε με την Αμπέμπι στο ποτάμι για να παίξουμε. Μας άρεσε πολύ το νερό. Είχε κόψει ένα πλαστικό μπουκάλι στη μέση και το είχε διαμορφώσει σε βάρκα. Κάρφωσε ένα ξύλο στο κέντρο του και πάνω του είχε δέσει ένα κομμάτι από το φόρεμά της. Ήταν το δικό μας καράβι. Της είχα πει πως όταν μεγαλώσουμε θα της φτιάξω ένα μεγαλύτερο, και μαζί θα φεύγαμε από το χωριό. Θα φτάναμε μέχρι το τέλος του ποταμού και θα ζούσαμε μια περιπέτεια. Θυμάμαι το χαμόγελό της μέχρι σήμερα.
Τα τελευταία λόγια που άκουσα από τον πατέρα μου ήταν πως ο Θεός μας δοκιμάζει, πριν μια σφαίρα διαπεράσει τον αλουμινένιο τοίχο και καρφωθεί στο κεφάλι του. Με είχε αγκαλιά. Το νεκρό του σώμα έπεσε στο μικροσκοπικό μου κορμάκι. Τα πάντα έσβησαν. Δεν ξέρω για πόσες ώρες ή μέρες ήμουν λιπόθυμος. Όταν ξύπνησα ένιωθα ακόμα το βάρος του πάνω μου. Κυλίστηκα στο πάτωμα και με πολύ προσπάθεια κατάφερα να βγω από κάτω του. Όταν σηκώθηκα αντίκρισα την οικογένειά μου να βρίσκεται νεκρή στο πάτωμα. Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν. Το ίδιο και τα χείλη μου. Δεν μπορούσα να κλάψω όμως. Χωρίς να το σκεφτώ, βγήκα από το σπίτι και άρχισα να περιπλανιέμαι. Το χωριό μου δεν ήταν όπως πριν. Δεν υπήρχαν σπίτια, δεν υπήρχαν γείτονες και φίλοι. Η αγαπημένη μου Αμπέμπι δεν ήταν πουθενά. Η μυρωδιά του θανάτου ήταν γνώριμη πλέον, έκαιγε τα ρουθούνια μου σε κάθε μου ανάσα. Ήμουν μόνος. Το αστέρι που είδα να πέφτει δεν πραγματοποίησε την ευχή μου. Είχα ζητήσει να μεγαλώσω γρήγορα για να μπορέσω να φτιάξω τη βάρκα που είχα υποσχεθεί στη φίλη μου.
Έκατσα στη μέση του δρόμου και πήρα αγκαλιά τα γόνατά μου. Είχε νυχτώσει πάλι. Αποκοιμήθηκα.
Δυο δυνατά φώτα και ο ήχος της μηχανής ενός τζιπ με ξύπνησαν. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Με σήκωσε μια λευκή κυρία. Είχα ξαναδεί λευκό άνθρωπο. Μου φαινόταν περίεργο που το χρώμα μας ήταν τόσο διαφορετικό αλλά ήμασταν τόσο ίδιοι. Την αγκάλιασα και ένιωσα σαν να αγκαλιάζω τη μάνα μου. Μου ψιθύρισε κάτι στο αυτί, σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Την κράτησα τόσο σφιχτά. Μπήκαμε στο μεγάλο τζιπ και το ταξίδι μας ξεκίνησε και έσβησε μέσα στη νύχτα. Ίσως τελικά η ευχή μου να έπιασε. Ίσως αυτό το τζιπ να ήταν η βάρκα που ήθελα να φτιάξω για να με πάρει μακριά από εδώ. Τι κρίμα να μη βρίσκεται όλη μου η φυλή μέσα σε αυτή τη βάρκα. Ίσως έτσι να γλιτώναμε από αυτόν τον πόλεμο και να χτίζαμε το χωριό μας σε ένα καλύτερο μέρος. Ίσως τότε θα μπορούσα και εγώ να μεγαλώσω όπως και εσύ. Ίσως.