Πως χειρίζεσαι το θάνατο; Τί λες σε αυτούς που έμειναν πίσω και τί σε αυτούς που έφυγαν;
Μέναμε μια ανάσα μακριά. Δηλαδή, όχι μια ανάσα ακριβώς, αλλά δυο βήματα. Εντάξει, δεν ήταν ακριβώς δυο βήματα, αλλά δέκα λεπτά μακριά. Αλλά ήμασταν κοντά.
Κάθε μέρα συζητούσα με την αδερφή μου να περάσω να σε δω, μα πάντα κάτι τύχαινε. Ή το ‘τύχαινα΄ εγώ. Σε θεωρούσα τόσο δεδομένο. Ήξερα πως θα είσαι εκεί κάθε φορά που θα θελήσω να σε δω, να σε αγγίξω, να σε μυρίσω, να σε φιλήσω, να σε αγκαλιάσω, να ακούσω τις παλιές σου ιστορίες. Θυμάμαι σαν χθες εκείνο το χειμώνα που αποκλειστήκαμε στο αμάξι πηγαίνοντας προς το χωριό. Σου έλεγα πως δε χρειαζόμαστε αλυσίδες για τα χιόνια. Επέμενα τόσο πολύ και εσύ με εμπιστεύτηκες και ας ήξερες πως θα ξεμείνουμε στη μέση του πουθενά. Ήθελες όμως να περάσουμε μια δύσκολη στιγμή μαζί.
“Κάτι τέτοιες στιγμές θα θυμάσαι σαν μεγαλώσεις και εσύ. Τα δύσκολα είναι αυτά που σε φέρνουν κοντά με τους ανθρώπους που αγαπάς. Ακόμα και σε αυτούς που μισείς. Όλα τα άλλα είναι σάλτσες που μοιράζεις στα οικογενειακά τραπέζια.”
Το ταμπλό του αμαξιού ήταν βρόμικο. Στρώματα σκόνης και καπνού είχαν γίνει ένα μεταξύ τους, αλλά σχημάτιζαν ένα ωραίο κάλυμμα στο ψευτοπλαστικό του αμαξιού. Η μυρωδιά του έχει μείνει ακόμα στα ρουθούνια μου. Στον καθρέπτη είχες κρεμάσει από μια αλυσίδα με μια φωτογραφία μας. Τρεις ήταν, μια για κάθε παιδί. Μικροί όταν ήμασταν τις λέγαμε κλαπατσίμπανα. Όταν μεγαλώσαμε, τα κλαπατσίμπανα είχαν γεράσει και αυτά και τα ονομάζαμε “περηφάνια”. Περηφάνια για σένα που μας κρατούσες σε κάθε σου ταξίδι κοντά σου.
Έπινα την τελευταία γουλιά καφέ όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Η τρεμάμενη φωνή της μάνας μου, μου μαρτύρησε τι συνέβη.
-Πως έγινε;
-Είχε καθίσει στην πολυθρόνα του και χάζευε τις φωτογραφίες σας πάνω απ’ το τζάκι.
(Σιωπή…)
-Τα χείλη του έσπασαν ένα χαμόγελο και τα μάτια του πρέπει να έσβησαν εκεί.
Στην πατρίδα του δεν θα κλάψουν οι γονιοί του, μήτε οι φίλοι του, μήτε οι γνωστοί του. Εμείς όμως θα χύσουμε ένα χαμόγελό για σένα. Κάθε φορά που μια ατάκα σου θα περιπλανιέται στον αγέρα. Κάθε φορά που ένα ξεχασμένο ρούχο σου θα πέσει στα πόδια μας απ΄ την ντουλάπα. Κάθε φορά που τα γεράνια στην αυλή θα ανθίζουν μετά από ένα βαρύ χειμώνα. Εκεί θα είσαι να στοιχειώνεις τη μνήμη μας. Θα αλλάζεις τη ρότα μας και θα μας σπρώχνεις με τον άνεμό σου σε θάλασσες που δεν έχουμε βρέξει τα πόδια μας.