Με τόσο σκοτάδι πως να ακολουθήσεις τις μέρες και τις νύχτες. Ίσως να ήταν βράδυ. Ίσως μέρα. Ποιος ξέρει. Όταν άνοιξα τα μάτια, μου πήρε λίγη ώρα μέχρι να καταλάβω που βρίσκομαι. Ίσως δεν ήθελα κιόλας. Με ξύπνησε η μυρωδιά του αλκοόλ και του φρεσκοαναμμένου τσιγάρου που ερχόταν απ’ το σαλόνι.
Κατέβηκα τα δεκατέσσερα σκαλιά της μαρμάρινης σκάλας. Ο πλαϊνός τοίχος είχε πορτρέτα ανθρώπων. Δεν γνώριζα κανέναν από δαύτους, αλλά αγγίζοντας τους κάθε μέρα άρχισα να τους συμπαθώ. Έπιανα φανταστικές κουβέντες μαζί τους, τους έλεγα τα νέα μου, τους προβληματισμούς μου για τη ζωή και κάθε τι που μου ερχόταν στο νου. Ήταν ο Τόμας, ο Μπομπ, ο Ντέιβιντ και δύο ακόμα που δεν μου άρεσαν οι φάτσες τους. Ήταν πολύ άγριες για να μπορέσω να μιλήσω. Για να βρέθηκαν όμως κρεμασμένοι στον πλαϊνό τοίχο μιας σκάλας ενός σπιτιού, μάλλον πρέπει να ήταν σημαντικοί. Για μένα όμως δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια παρέα μέχρι να κατέβω ή να ανέβω τα δεκατέσσερα μαρμάρινα σκαλιά.
Όταν έφτασα στο σαλόνι, η ατμόσφαιρα ήταν πνιγμένη στον καπνό. Ήθελα πολύ να δω αλλά το μόνο που έβλεπα ήταν σκοτάδι. Σκοτάδι και σιγή. Ακόμα και ο ήχος απ’ τα βήματά μου είχε σκοτεινιάσει. Προχώρησα λίγα μέτρα παραπέρα και σταμάτησα. Τα πόδια μου παρέλυσαν. Ένιωσα στη δεξιά μου πλευρά μια ζέστη να με χαϊδεύει απ’ το κεφάλι ως τις πατούσες. Δεν ήμουν μόνος τελικά. Είχες έρθει και εσύ. Το φως δεν χάνεται ότι κι αν συμβεί. Η ζεστασιά του αναβλύζει από την ίδια πηγή, απλά χάνεις την όψη του.
Τα γυάλινα μάτια μου είχαν πιάσει την αντανάκλασή της πάνω τους. Ήταν ότι πιο όμορφο θα μπορούσε να με αντικρίσει ποτέ. Ο καλοκαιρινός ήλιος δεν είχε δει το δέρμα της πάνω από είκοσι φορές. Ήταν λείο με το πρώτο άγγιγμα, αλλά όταν ήμουν πιο προσεκτικός ένιωθα στους πόρους του δέρματός μου, χάδια, από ένα αδύναμο χνούδι. Το βλέμμα της αυστηρό, μα όταν περνούσα το χέρι μου στο πρόσωπό της, ένιωθα τους κυματισμούς από το κούτελό της να σβήνουν βαθιά μέσα στην χαοτική τάξη τον μαλλιών της. Έφταναν μέχρι τη μέση της πλάτης της περίπου. Χοντρή τρίχα, μελανή θαρρώ που ηρεμούσε της παλάμες μου κάθε φορά που κυλούσα το χέρι μου πάνω τους. Τα χείλη της νωπά. Θα της άρεσε να τα δαγκώνει κάθε τόσο. Ίσως παλιά συνήθεια που δεν βάσταξε να την αποχωριστεί.
Χορέψαμε λίγα λεπτά κάτω απ’ την αόρατη μουσική του ξεκούρδιστου τσέλο που είχα παρατήσει στη γωνιά του σαλονιού. Άλλον οδηγό δεν είχα παρά μόνο τη μυρωδιά της στα ρουθούνια μου. Αυτή η γαμημένη μυρωδιά. Κάθε εισπνοή μου και βήμα της, κάθε εκπνοή και μια πιρουέτα στο ‘να μου χέρι. Και κάθε φορά που η ανάσα μου στέρευε, ένα λύγισμα της μέσης της στην αγκαλιά μου και ένα φιλί να σβήνει, αόρατο κι αυτό, στα χείλη μου.
Είναι κάποιοι άνθρωποι για τους οποίους πάντα αντέχεις πιο πολύ. Υπομένεις όλες τους τις παραξενιές, τις ιδιοτροπίες και κάθε μαλακία που μπορεί να κατεβάσει ο εγκέφαλός τους. Ξέρεις πως θα σε φτάσουν λίγο πιο βαθιά από τον πυθμένα, αλλά ταυτόχρονα, με ένα τους βλέμμα, ή με μια κουβέντα, θα σου τινάξουν τα μυαλά στον αέρα. Παίρνεις όμως και δύναμη από δαύτους. Φορτίζεσαι με ότι και αν σου δίνουν. Είναι όλοι αυτοί για τους οποίους θα μιλάς στον εαυτό σου, όταν θα κάθεσαι σε αναπηρικό καροτσάκι, κοιτώντας έναν τοίχο, αγναντεύοντας τη θύμηση της θέας που υπάρχει πίσω απ’ αυτόν.
Εμπνευσμένο από τις παρακάτω φράσεις:
“Το φως δεν θα χαθεί ότι κι αν γίνει, όπως κι αν έχει.“ | @Iwanna_aretaki
“Για κάποιον άνθρωπο πάντα θα αντέχεις πιο πολύ.” | @maria_mpampali
Instagram creative challenge.