Ήταν γύρω στις οκτώ το απόγευμα. Καλοκαίρι. Ότι είχα γυρίσει από την τελευταία βουτιά στη θάλασσα. Έγλειφα τα χείλη μου και ένιωθα ακόμα την αρμύρα της καταλαγιασμένη πάνω τους. Ο ήλιος ήξερε πως ούτε και σήμερα θα νικούσε τη νύχτα. Είχε πάρει το δρόμο του για να φωτίσει άλλα πρόσωπα. Στεκόμουν ακουμπισμένος στον τοίχο και τον έβλεπα να χάνεται πίσω απ’ τις μακρινές κορφές του απέναντι νησιού. Του ζήτησα να περιμένει λίγο ακόμα, μα αυτός θύμωσε, κοκκίνισε και χάθηκε, αφήνοντας πίσω λίγη απ’ τη θέρμη του.
Μικρές ανάσες αγέρα χάιδευαν το σβέρκο μου και ανατρίχιαζαν το κορμί μου. Όταν ένιωσα τις άκρες των δακτύλων σου να αγγίζουν τη σπονδυλική μου στήλη, παρέλυσα. Τα σφιγμένα μου χείλη σχίστηκαν στα δυο. Τα βλέφαρά μου αμπάρωσαν τα μάτια μου. Σε μια στιγμή διέσχισα πελάγη και ωκεανούς για να βρεθώ πάλι στο ίδιο σημείο με τα μάτια ανοιχτά, τις κόρες διεσταλμένες και τα μαλλιά σου να αποχαιρετούν τους ώμους μου καθώς σβήνουν στο κενό.
Ποιος θα πίστευε πως φιλί, μπορεί να είναι μόνο ένα άγγιγμα;