Τελικά όσο προσπαθείς να φύγεις από το παρελθόν, τόσο αυτό σε κυνηγάει. Γαντζώνεται πάνω σου και τρέχει με σένα. Περπατάει μαζί σου κάτω απ’ τις σκιές που θέλεις να κρυφτείς, βρίσκεται σε λόγια περαστικών, σε μια αφίσα στο παλιό σου στέκι, σε μια μυρωδιά σε ένα γνώριμο σοκάκι. Προσπαθείς να βρεις τρόπο να γκρεμίσεις την πόρτα που βρίσκεται ανάμεσα σε σένα και ότι τολμάς να αφήσεις πίσω σου, χωρίς να σκεφτείς πως είναι ξεκλείδωτη. Απλά πρέπει να σηκώσεις το γαμημένο χέρι σου και να την ανοίξεις.
Ίσως τελικά ο μόνος τρόπος για να ξεφύγεις από το παρελθόν είναι να το αγκαλιάσεις και να το αφήσεις να εκκολαφθεί όπως δεν έκανες όταν ήταν παρόν. Πως περιμένεις να βάλεις τέλος σε κάτι που δε σου έδειξε μέχρι που μπορεί να φτάσει; Κάτι που δεν έκανε τον κύκλο του, αν σε εξυπηρετεί καλύτερα η έκφραση.
Κοιτιέμαι στον καθρέπτη και δε βλέπω κανέναν πλέον. Η αντανάκλασή μου έχει μείνει εκεί πίσω, μαζί με σένα, γλυκό μου κάποτε. Και όσο περνάνε οι μέρες και οι μήνες, αυτή η αντανάκλαση βυθίζεται όλο και περισσότερο στη δύνη του χρόνου. Και μετά; Πως τη βρίσκεις ξανά; Συμβιβάζεσαι με ένα πρόχειρο σκίτσο του εαυτού σου πάνω στο γυαλί, έτσι για να θυμάσαι πως ήσουν; Γίνεσαι μια μπασταρδεμένη ανάμνηση. Ένα αδιάβαστο μήνυμα ξεχασμένο στο κινητό σου. Κοιτάζεις περιοριστικά μέσα απ΄τις χαραμάδες της πόρτας, ενώ μπορείς να την ανοίξεις και να δεις ξεκάθαρα όλα αυτά που βρίσκονται στην άλλη πλευρά. Πόσο ηλίθιος είσαι;
Ο ουρανός πέφτει πάνω σου και σε σκεπάζει. Κοιμάσαι γυμνός μέσα του, χωρίς έδαφος κάτω απ’ το κορμί σου. Βρίσκεσαι μετέωρος σε μια κατάσταση πτώσης, σκαλισμένος από αναμνήσεις που δεν έγιναν πράξη και από άλλες που δεν έσβησαν τη δίψα σου, τη στιγμή που η γλώσσα σου έγλειφε την πηγή.