Μ’ αρέσει να περπατάω το βράδυ στην πόλη. Υπάρχει μια νωπή μυρωδιά αλήθειας που δεν την συναντάς τη μέρα. Αν έχεις τα μάτια ανοιχτά, τις νύχτες βλέπεις καλύτερα. Οι άνθρωποι βγαίνουν γυμνοί στους δρόμους. Δεν έχουν ανάγκη από ψεύτικα προσωπεία, από άβολα χαμόγελα, από προσεκτικά λόγια. Τους ντύνει το σκοτάδι. Αν όμως έχεις τα μάτια σου ανοιχτά μπορείς να αντικρίσεις αυτό που πραγματικά είναι ο διαβάτης που θα σε κοιτάξει απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο.
Απόψε αναζητούσα ψυχές. Ήθελα να βρω μια από δαύτες, έτσι, να κάτσουμε στην άκρη του δρόμου και να πούμε τις ιστορίες μας. Να βρέξουμε το λαρύγγι με αλκοόλ και να ποτίσουμε τα πνευμόνια με καπνό.
Περπατούσα ώρες πριν καταλάβω πως βρισκόμουν στο ίδιο σημείο. Στην ίδια γειτονιά. Σε είδα να κάθεσαι στην αγκαλιά μιας πολυκατοικίας. Ήσουν γυμνή όπως και εγώ. Ήμουν κενός όπως και εσύ. Το ίδιο και τα δεκάδες ζευγάρια μάτια που παρακολουθούσαν κρυφά πίσω απ’ τις κουρτίνες των παραθύρων, αυνανίζοντας ανάσες πάνω στο τζάμι. Οι ψυχές μας είχαν αυτοκτονήσει περνώντας θηλιά στο λαιμό τους, φτιαγμένη από πρόχειρες στιγμές που ζήσαμε πάνω σε ένα κρεβάτι. Απόψε αναζητούσα ψυχές, μα έβρισκα μόνο σώματα. Σώματα ζαρωμένα που ζητούσαν να αναβιώσουν τη νιότη τους πατώντας πάνω σε άλλους. Ξαπλώσαμε αγκαλιασμένοι στο σκαλοπάτι κοιτώντας ο ένας τα μάτια του άλλου, ψάχνοντας για κάποιο απομεινάρι εκεί μέσα. Ήμασταν κουρασμένοι και οι δυο και αποκοιμηθήκαμε.
Ξέρεις, εύκολα ξεχνάνε οι άνθρωποι. Άλλοι την πούλησαν στο διάβολο, άλλοι τη σκότωσαν, άλλοι τη δώρισαν σε άλλους γιατί δεν την άντεχαν. Όλοι όμως ξεχνάνε πως ήταν όταν την είχαν. Αν τη βρεις ξανά φωτογράφησέ την και κόλλα την παντού. Τύπωσε την σε μπλουζάκι και φόρα το μέχρι να λιώσει πάνω σου. Ίσως κάποιος να σε δει να θυμηθεί τη δική του.
Συνεχίζεται…