Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Λένε πως όνειρα βλέπεις μόνο στον ύπνο σου. Όταν τα μάτια κλείνουν και το σκοτάδι κυριαρχεί. Φυσικά και δεν ισχύει αυτό. Τουλάχιστο, δεν ισχύει μόνο αυτό.
Η μέρα στη δουλειά κύλησε ήρεμα, με αποκορύφωμα ένα πολυπόθητο γέλιο μέχρι δακρύων. Μπορώ να πω πως είχα πολύ καιρό να γελάσω έτσι. Λίγη ώρα αργότερα, βέβαια, αυτό το γέλιο μου γύρισε σε μια βαριά μελαγχολία. Όταν γύρισα σπίτι, φόρεσα τη ρόμπα μου και ξάπλωσα για λίγο στον καναπέ, γελώντας να χαζέψω μια ταινία, τρώγοντας κάτι χωρίς να πεινάω. Δεν μπορούσα, όσο και αν ήθελα, να συγκεντρωθώ. Δεν άργησα να μεταφερθώ στη θαλπωρή του κρεβατιού και από εκεί σε μια κατάσταση χαλάρωσης και φευγιού. Φόρεσα ακουστικά, ακούγοντας το ίδιο τραγούδι στο repeat και άρχισα να ονειρεύομαι ξύπνιος.
Βρέθηκα στο Stirling. Οδός Baker, αριθμός 9. Ήμουν καθιστός στο περβάζι του παραθύρου στον δεύτερο όροφο. Ήταν απόγευμα και η βροχή είχε μόλις σταματήσει. Ο καιρός είχε κρατήσει την όμορφη μουντάδα του. Χάζευα τους περαστικούς. Άλλοι γυρνούσαν σπίτι, άλλοι μόλις βγήκαν για τα ψώνια τους, άλλοι έβγαιναν για τσιγάρο από την παμπ απέναντι. Η μουσική συνέχιζε να παίζει όσο εγώ παρατηρούσα και ταυτόχρονα ένιωθα αγαλλίαση που βρισκόμουν σε αυτό το μέρος. Δεν είχε τίποτα το μαγικό ή το εξεζητημένο, αλλά το ένιωθα οικείο και “σπίτι μου”. Η αλήθεια είναι πως την πρώτη φορά που πήγα στο Στέρλινγκ, το ένιωσα σαν το σπίτι που είχα να επισκεφτώ χρόνια. Λες και είχα περάσει εκεί παιδικά χρόνια μιας άλλης ζωής και το μυαλό μου ήταν γεμάτο σκονισμένες αναμνήσεις.
Η μαλακία με τα όνειρα, ξέρεις ποια είναι; Πως πρέπει να ξυπνήσεις. Ή στην συγκεκριμένη περίπτωση, μιας και ήμουν ήδη ξύπνιος, πως έπρεπε να πάρω το δρόμο της επιστροφής. Και η επιστροφή από ένα όνειρο είναι πάντα δύσκολη.