Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Λένε πως όσο μεγαλώνεις, η ιδέα του θανάτου σου γίνεται πιο οικεία. Ο φόβος παραμένει ίδιος, αλλά η ιδέα πως μια μέρα δε θα ξυπνήσεις, ή απλά θα σβήσεις, γίνεται πιο «συνηθισμένη» στα αυτιά σου, στη σκέψη σου. Ίσως να καταντάει και βαρετή μετά από κάποια χρόνια.
Οι συναναστροφές με νεαρότερες ηλικίες έχουν αρχίσει να με κάνουν να σκέφτομαι περισσότερο αυτήν την ιδέα, και παράλληλα να αναπολώ τη δική μου νιότη. Μάλλον όχι. Δεν αναπολώ τη νιότη σαν ηλικία, αλλά τη σπίθα που είχα μέσα μου. Αυτή τη φλόγα που ήταν μονίμως αναμμένη και φούντωνε χωρίς προειδοποίηση. Η άγνοια του κινδύνου, τα μυαλά εκτός της κεφαλής, τα ατίθασα νιάτα, η έλλειψη εμπειριών και πολλές άλλες τέτοιες ατάκες που τότε ήταν δικαιολογίες που έλεγαν οι γονείς μας στα φιλικά τραπέζια για να δικαιολογήσουν τη συμπεριφορά μας και τις πράξεις μας. Τώρα όλα είναι μια σειρά ωραίων ιστοριών για να έχουμε να λέμε στις μαζώξεις και στις σπάνιες εξόδους.
Θα γυρνούσες πίσω;
Ειλικρινά δεν ξέρω. Στους μονολόγους που κάνω κατά καιρούς, έχω βρεθεί να παρακαλάω να επιστρέψω, έστω και για μια νύχτα. Από την άλλη με έχω πιάσει να θάβω τα υπολείμματα της νιότης βαθειά μέσα στη γη.
Είναι μέρες που περνάνε καθώς προσπαθώ να γράψω ένα γράμμα στον παλιό μου εαυτό που του λέω πόσο γαμάτος ήταν. Πως παρόλες τις μαλακίες που θα κάνει, θα τα καταφέρει. Γράφω, γράφω, γράφω στα σκοτάδια μη με δουν και όταν ανοίγω το φως, το χαρτί πάλι λευκό.
Κάθε εποχή έχει τη δικιά της ομορφιά, τη δικιά της τρέλα, τις δικές της καταχρήσεις, το δικό της παρόν που πρέπει να διασχίσεις, προκειμένου να μην μείνεις με απωθημένα.