Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Δεν φημίζομαι για τη μνήμη μου. Ξεχνάω τι θέλω να πω, ξεχνάω τι έφαγα χθες, ξεχνάω ακόμα και σκέψεις που έχω γράψει εγώ ο ίδιος. Είναι μερικές όμως που, παραδόξως, τις θυμάμαι. Παρακάτω είναι μια από αυτές, περίπου δυο χρόνια πριν.


-Βάστα λίγο ακόμα, φτάνουμε.
-Θα ανάψουμε φωτιά όταν φτάσουμε;
-Αν καταφέρουμε να φτάσουμε, σημαίνει πως η φωτιά είναι ήδη αναμμένη, γιε μου.

Προσπαθούσα απεγνωσμένα να θυμηθώ το πρόσωπο του εκείνη τη στιγμή. Δε με νοιάζει τι μου είχε πει, ήθελα μόνο να θυμηθώ τα μάτια του. Τα μάτια του.

Μια ζωή κουβαλάς. Κουβαλάς ότι σου πέρασαν όταν ήσουν μικρός. Κουβαλάς τα ίδια άτομα που σιγά-σιγά ξεχνάς τα όνοματα τους αλλά συνεχίζεις να τους λες φίλους. Κουβαλάς την ίδια δουλειά μέχρι να βγεις στη σύνταξη και να μπορέσεις, ήσυχος, να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα επειδή συνειδητοποίησες πως πέταξες τη ζωή σου στην ίδια γαμημενη ρουτίνα. Κουβαλάς τα ίδια θέλω που σου φύτεψαν στο μυαλό χωρίς να έχεις προλάβει να αναπτύξεις τα δικά σου. Κουβαλάς τα κομμένα σου φτερά στα χέρια. Αυτά που σου έκοβαν κάθε φορά που τολμούσες να ξεστομίζεις ένα δικό σου όνειρο. Ένα όνειρο που στα μάτια των άλλων είναι άπιαστο και ηλιθιο, ενώ στα δικά σου είναι το πιο γαμάτο πράγμα που σκέφτηκες. Κουβαλάς νερό και ποτίζεις την ίδια ρίζα κάθε μέρα, μέχρι να έρθει η ώρα σου και να θαφτείς δίπλα της. Κουβαλάς τον ίδιο έρωτα ενώ ξέρεις πως δεν πρόκειται να ανθίσει.

Σκέψου πόσο ασύλληπτα τεράστιος είναι αυτός ο κόσμος. Σκέψου πόσο ασύλληπτα μικρή είναι αυτή η καριόλα που ονομάζεται ζωή. Σκέψου και ζήσε. Ζήσε μαλάκα. Ζήσε πριν έρθει αυτή η ώρα που θα δεις μια άγνωστη φάτσα στον καθρέπτη.

Τι ένιωσες διαβάζοντάς το;