Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Βαρέθηκα! Βαρέθηκα τη βαβούρα του γραφείου, τον περίγυρο, την αρνητική ενέργεια που αυξάνεται όλο και περισσότερο, το κακό κλίμα, τους αχάριστους και τους κακούς ανθρώπους. Βαρέθηκα τις αθετημένες υποσχέσεις. Βαρέθηκα τη μιζέρια. Βαρέθηκα τις κακές σκέψεις, την αναζήτηση του «φυσιολογικού», τους καθωσπρεπισμούς και την υποκρισία.
Όταν ήμουν νεότερος δεν με άγγιζαν όλα αυτά. Αλήθεια. Περνούσαν όλα δεξιά και αριστερά μου. Ή δεν τους έδινα σημασία. Πλέον, όμως, δεν μπορώ να ανεχτώ κάποιες συμπεριφορές. Ίσως να φταίει που τότε ήμουν ανώριμος. Ναι, να δεις που αυτό ήταν! Ήμουν ανώριμος και η ανωριμότητα με έκανε να μη βλέπω όλη τη σιχαμάρα που υπάρχει εκεί έξω. Όσο μεγαλώνω και ωριμάζω τόσο περισσότερο παρατηρώ. Η μαλακία του κάθε ηλίθιου πάντα υπήρχε, όμως τώρα τη βλέπω. Βλακείες λέω. Δεν ήμουν ανώριμος. Ήμουν παιδί. Ναι αυτό είναι. Ήμουν παιδί! Ήμουν ατρόμητος. Ήμουν γενναίος.
Και τώρα είμαι παιδί. Παιδί φοβισμένο, κρυμμένο στο κουφάρι ενός μεσήλικα. Τώρα βλέπω πως οι μπαμπούλες που μας επισκέπτονταν κάτω απ’ το κρεβάτι ή στη σκοτεινή μεριά της σκάλας ή στη σκιά έξω απ’ το παράθυρο, ήμασταν εμείς. Εμείς, στο μέλλον. Από τον ίδιο μας, το μελλοντικό εαυτό τρέχαμε να σωθούμε. Ο πιτσιρικάς ήξερε τι επρόκειτο να έρθει. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μας προειδοποιήσει αλλά εμείς εκεί! Ακάθεκτοι προς την ενηλικίωση.
Καλά δεν ήταν τότε; Διέσχιζες ένα δρόμο και ήτανε κατόρθωμα. Έφτανες το ψηλό ράφι και ξαφνικά ένιωθες γίγαντας. Τέντωνες τα πόδια για να δεις την άκρη του κεφαλιού σου στον καθρέπτη, και αυτό από μόνο του σου έφτανε. Δυο ώρες να παίζεις στα χώματα ήταν αρκετό για να είσαι χαρούμενος. Μια μπαλωμένη μπάλα να κλωτσάς ήταν αρκετή για να είσαι ευτυχισμένος.
Κι εγώ ο μαλάκας βιαζόμουν να μεγαλώσω!
Αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα. Τώρα κατάλαβα ποιο παιδί…