-Νόμιζα πως σε νοιάζει.
-Όχι, λυπάμαι. Σταμάτησα να νοιάζομαι καιρό τώρα.

Βρήκα στέγη κάτω από ένα παγκάκι. Το ξέρω, δεν είναι το καλύτερο καταφύγιο, αλλά ο ουρανός μου είπε πως απόψε θα έχει ξαστεριά. Μου άρεσε από μικρός να βλέπω τ’ αστέρια. Δεν τα μετρούσα όπως τα άλλα παιδιά. Προσπαθούσα με τα δάχτυλά μου να τα σβήσω. Ήθελα να τα διαγράψω όλα από τον ουρανό και να σκεπαστώ με αυτό το μαύρο σεντόνι. Συνέχισα να το κάνω και όταν μεγάλωσα. Η Κορνηλία πάντα μου φώναζε για αυτό. Της άρεσαν αυτές οι φωτεινές κουκκίδες. Έτσι μου έλεγε. Παραδίπλα μου ένας νεαρός προσπαθούσε να πλησιάσει αυτό που νόμιζε πως θα είναι το άλλο του μισό. Καλή σου τύχη φίλε μου. Μια κοπέλα με την κιθάρα της τραγουδούσε στα ψάρια της λίμνης. Την έβλεπα κάθε μέρα, μέχρι που με είδε και εκείνη. Έμεινα έκπληκτος όταν μου μίλησε για πρώτη φορά. Μάλιστα, ήταν τόσο καλή, που μου πρόσφερε ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς που είχε στην θήκη της κιθάρας της. Είχα να φάω μέρες, και αυτές οι δυο μπουκιές σίγουρα με ανακούφισαν.

-Πως βρέθηκες εδώ;
-Αν πιστεύεις πως μόνοι μας φτιάχνουμε την τύχη μας, τότε κατά τύχη.

Κατά τη διάρκεια της μέρας περιπλανιόμουν στην πόλη. Πήγαινα από κάδο σε κάδο ψάχνοντας για οτιδήποτε μπορούσε να φανεί χρήσιμο. Θα εκπλαγείς με το τι πετάει ο κόσμος στα σκουπίδια. Αποφάγια, σκισμένα ρούχα, παλιούς πίνακες. Μέχρι και μερικές αναμνήσεις έχω βρει εκεί μέσα. Πράγματα που τη μια στιγμή είναι χρήσιμα, την άλλη χάνουν την αξία τους και μετατρέπονται σε σαβούρα. Ή σε μια ευκαιρία για κάποιον σαν εμένα. Ευκαιρία να γεμίσω το στομάχι μου, ευκαιρία να ζεσταθώ, ευκαιρία να θυμηθώ πως είναι η αφθονία. Αυτή η αφθονία που δεν εκτίμησα και εγώ ποτέ μου, μέχρι που βρέθηκα χωρίς τίποτα.

Ήταν 12 Σεπτέμβρη. Τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα σα να ήταν χθες. Είχα ράψει ένα κοστούμι στον καλύτερο ράφτη της πόλης. Ήθελα να φοράω ότι καλύτερο μπορούσα για την αποφοίτηση της κόρης μου. Ένιωθα τόσο περήφανος για εκείνη. Είχε καταφέρει τόσα πολλά χωρίς καμία βοήθεια. Πεισματάρα όσο δεν πάει. Δεν υπήρχε η λέξη αποτυχία στο μυαλό της. Όλοι πίστευαν πως έχει λαμπρό μέλλον μπροστά της. Όταν τελείωσε η τελετή, την αγκάλιασα. Την κοίταξα με βουρκωμένα μάτια και για λίγα δευτερόλεπτα, ο χρόνος σταμάτησε για τους δυο μας. Ήταν τόσο υπέροχη στιγμή. Καταλήξαμε να τρώμε σε ένα ακριβό εστιατόριο της πόλης. Της το είχα υποσχεθεί όταν ήταν μόλις δέκα χρονών, ότι όταν μια μέρα εκπληρώσει το πρώτο της μεγάλο όνειρο, θα έρθουμε να το γιορτάσουμε εδώ.

-Σε ευχαριστώ πατέρα.
-Μοναδική μου Κορνηλία. Τον εαυτό σου να ευχαριστείς. Εσύ τα κατάφερες, όχι εγώ.

Τα τελευταία πράγματα που είχαν μείνει στο δωμάτιο ήταν το πικάπ μου, ένας δίσκος και εγώ. Πήραν τα πάντα. Μέχρι και τη μυρωδιά της. Τώρα η ατμόσφαιρα μύριζε σκόνη και κάποιες ξεχασμένες σκέψεις στη γωνιά. Το πικάπ μου όμως δεν τους άφησαν να το πάρουν. Ήθελα να ακούσω την αγαπημένη της σονάτα άλλη μια φορά. Είχα περίπου δύο ώρες μέχρι να φύγω. Πως αποχαιρετάς μια ολόκληρη ζωή; Πως λες αντίο στο πάτωμα που έχυσες δάκρυα χαράς και λύπης, αίμα και ιδρώτα; Πως θα ξεκολλήσω από τους τοίχους τόσες κουβέντες που ειπώθηκαν μέσα τους;

Κάποιες φορές μέσα στη νύχτα άκουγα το κλάμα της. Ξυπνούσα τρομαγμένος και έψαχνα να τη βρω. Είχαν περάσει περισσότερα χρόνια από όσα μπορούσα να θυμηθώ, αλλά ακόμα να αποδεχθώ την κατάστασή μου. Αυτό ήταν ψέμα. Την αποδέχτηκα τη στιγμή που κατάλαβα πως δεν υπάρχει επιστροφή. Το μυαλό του ανθρώπου είναι σαν ένα κρυστάλλινο ποτήρι. Χαϊδεύεις ερωτικά το χείλος του και παράγει μουσική. Αν δεν προσέξεις, σπάει.

Προσπαθούσα με μανία να σκίσω τα σωθικά μου. Ήθελα να βγάλω από μέσα μου αυτό που μου έδινε ζωή και να της το προσφέρω. Προσπάθησα να τη σώσω μα δεν τα κατάφερα. Οι νυχιές μου υπάρχουν ακόμα στο στήθος μου. Από εκείνη την ώρα όλα πήραν το δρόμο τους. Έγινα και εγώ ένας από δαύτους. Θα με δεις να κοιμάμαι στο γρασίδι, να σε περιμένω στο φανάρι, να σε πλησιάζω στο τρένο, να στέκομαι στην άκρη της λίμνης, κοιτώντας τη, με ένα βλέμμα χαμένο μέσα της. Δεν κοιτάζω πια τους ανθρώπους στα μάτια. Φοβάμαι να αντικρίσω τη συμπόνια τους. Όταν βλέπεις κάποιον σαν εμένα, σεβάσου τον. Ποτέ δεν ξέρεις τι ιστορία μπορεί να κρύβει πίσω του. Ίσως να είναι και η δική σου…

Τι ένιωσες διαβάζοντάς το;