Πως ακριβώς έχεις σκεφτεί το θάνατό σου; Είναι αρκετά φαντασμαγορικός ή είσαι κανένας δεύτερος που πεθαίνεις στον ύπνο σου;
Ξυπνάς το πρωί, πλένεσαι, χέζεις, ντύνεσαι, τρως το δυναμωτικό πρωινό σου και φεύγεις. Τρέχεις να προλάβεις το ρολόι πριν χτυπήσει εννιά, για να μπεις στο γραφείο μιας σκατένιας δουλειάς, που σε κάνει να θες να αλλάξεις θέση με τον τύπο που βρίσκεται νεκρός και ξέγνοιαστος στη νεκροφόρα, στο φανάρι μπροστά σου. Φτάνεις δυο λεπτά αργότερα, ξεχνιέσαι και σκέφτεσαι, δε γαμιέται, δυο λεπτά άργησα, μόνο για να ξυπνήσεις από τις λεκτικές σφαλιάρες του μαλάκα που σε διάλεξε για άλλο ένα κουταβάκι του. Σε βρίζει, σε φτύνει, σε κατουράει, σε πιάνει η μέση απ’ το σκύψιμο αλλά, κατά βάθος, γουστάρεις την ταπείνωση, μαλάκα. Ή έτσι αφήνεις τον εαυτό σου να πιστεύει. Δεν έχεις τα αρχίδια να του καρφώνεις την οθόνη στο λαιμό και αυτό, το μετατρέπεις σε απόλαυση στο μικρό σου μυαλουδάκι.
Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ, το ρολόι γυρνάει και η ώρα της λύτρωσης φτάνει. Γυρνάς τη μίζα και πριν το καταλάβεις είσαι καθηλωμένος σε ένα κάθισμα, αντιμέτωπος με όλους τους καριόληδες που είναι στα ίδια σκατά με σένα και παλεύουν να γυρίσουν σπίτι. Μόλις μιάμιση ώρα μετά βάζεις το κλειδί στην πόρτα, για να μπεις στο σπίτι και να βρεις τη δύναμη να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα πριν προλάβει να σε πάρει ο ύπνος μπροστά στην τηλεόραση.
Ξύπνα μαλάκα, ξύπνα. Αύριο η μέρα θα είναι καλύτερη. Θα πας για καφέ με τους φίλους σου. Θα μιλήσεις, θα γελάσεις, θα καπνίσεις και ξαφνικά, θα βρεθείς ταβλιασμένος στο πάτωμα με την τελευταία τζούρα καπνού να βγαίνει απ’ τα ρουθούνια σου, μαζί με την τελευταία ανάσα.
Και αυτό θα έρθουν να σου πουν, πως είναι η ζωή που σε δίδαξαν.