Όλες σου οι αισθήσεις έχουν εξαφανιστεί. Όλες εκτός της ακοής.
Φόρεσε ακουστικά, κλείσε τα μάτια και μπες στο μυαλό ενός δολοφόνου, τη στιγμή ακριβώς της πράξης ενός φόνου.
Μέχρι το τέλος της χρονιάς, θα αποκαλυφθούν τρεις ακόμα.
Καμέλια
Πόση απάτη κρύβεται σε ένα πρώτο φιλί και πόση αλήθεια σε ένα τελευταίο.
Έκοβα τις φλέβες μου και χυνόταν ντροπή. Ίδρωνα και έσταζα ταπείνωση. Κάθε φορά που έβγαινα απ’ το σπίτι μου, ένιωθα τα βλέμματα των γειτόνων να καρφώνουν λέξεις στην πλάτη μου. Κανείς δεν μου μίλησε ποτέ για αυτό. Προτιμούσαν να ψιθυρίζουν πίσω απ’ τη σκιά των δακτύλων τους. Όταν πηδιόταν όσο έλειπα απ’ το σπίτι, έστηναν όλοι τους αυτί για να έχουν περισσότερη τροφή με τον απογευματινό καφέ.
Η βρώμα είχε φυτευτεί μέσα μου και φύτρωνε μια ξεφτίλα που μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Σκέψη με τη σκέψη. Ένιωθα ταπεινωμένος ακόμα και απ’ τον διάβολο που κοιτούσα στον καθρέπτη μου.
Το έπαιξα άρρωστος εκείνη τη μέρα και έφυγα νωρίτερα απ’ τη δουλειά. Γύρισα σπίτι. Μπήκα στο υπνοδωμάτιο και άρχισα να βγάζω τα περιττά έπιπλα στο μπαλκόνι. Δεν ήταν και πολλά. Ένα μικρό γραφείο και μια γδαρμένη πολυθρόνα. Μετακίνησα το σιδερένιο κρεβάτι στη μέση του δωματίου. Τράβηξα τα σεντόνια και το άφησα γυμνό, μόνο με το στρώμα. Ξάπλωσα στο πάτωμα και την περίμενα. Αποκοιμήθηκα.
Ξύπνησα από τον χτύπο της πόρτας που έκλεισε πίσω της. Τινάχτηκα απ’ το πάτωμα και πήγα στο σαλόνι να την υποδεχτώ. Μόλις με είδε άρχισε να μιλάει. Ψέμα πάνω στο ψέμα. Σε κάθε της κουβέντα μύριζα τη μπόχα της προδοσίας στην ανάσα της. Έσκυψα και τη φίλησα. Στη γλώσσα της ένιωσα ένα σάλιο άγνωστο. Η στιγμή που το νόμισμα ξαπλώνει στο έδαφος από τη μεριά που δεν διάλεξα, είχε φτάσει. Με το ένα μου χέρι την έπιασα απ’ το λαιμό και τη χάιδεψα. Με το άλλο της έπιασα το μέτωπο. Πριν προλάβει να με ρωτήσει τι κάνω, την έσπρωξα με όλη μου τη δύναμη στον τοίχο. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Και μια φορά ακόμα. Οι δονήσεις των χτυπημάτων περνούσαν από το δέρμα της στο δικό μου. Το βάρος της έφυγε απ’ το σώμα της και έπεσε στα χέρια μου. Την κράτησα για λίγα δευτερόλεπτα πριν τη μεταφέρω στο κρεβάτι. Ήθελα να χαζέψω το αίμα της στον τοίχο.
Στο μικρό μπαλκονάκι πάνω από το τζάκι του υπνοδωματίου ήταν δυο φωτογραφίες μας. Τώρα συνειδητοποίησα πως ούτε σε μια κορνίζα δεν καταφέραμε να είμαστε πραγματικά μαζί. Το άναψα. Η φωτιά φούντωσε και η ζεστασιά απλώθηκε γρήγορα στο δωμάτιο.
Ζούσε ακόμα όταν την ξάπλωσα στο κρεβάτι. Της έβγαλα τα ρούχα και την άφησα γυμνή, γερμένη στο πλάι να κοιτάει προς το τζάκι. Ξάπλωσα πίσω της και της χάιδεψα το δέρμα. Η προδοσία της και η ηδονή του επερχόμενου θανάτου της με είχε καυλώσει. Ξεκούμπωσα το παντελόνι μου και έβγαλα τον πούτσο μου έξω. Ήθελα να τη βιάσω όπως βίαζε και αυτή η καριόλα το μυαλό μου. Όταν της τον έμπηξα, την ένιωσα να ξυπνά. Τύλιξα το χέρι μου γύρω της καθώς τη γαμούσα με μανία! Αγκάλιαζα και έσφιγγα το λαιμό της καθώς ψιθύριζα πως την αγαπώ. Όσο εγώ πλησίαζα στον οργασμό τόσο αυτή στο θάνατο. Προσπαθούσε μάταια να ξεκολλήσει το χέρι μου από πάνω της. Κάθε δίοδος οξυγόνου προς τον εγκέφαλο είχε κοπεί. Βυθιζόταν σιγά στη ζάλη του θανάτου και εγώ στη μέθη του οργασμού. Σβήσαμε.
Ήταν η πρώτη φορά που τελειώσαμε μαζί.
Έμεινα μέσα της για λίγο ακόμα και την αγκάλιασα σφιχτά. Το φως και η ζέστη της φωτιάς, τύλιγαν το άψυχο κορμί της και την έκαναν να λάμπει. Ήταν τόσο όμορφη.
Την έλεγαν Καμέλια και ήταν 22 ετών.