Όλες σου οι αισθήσεις έχουν εξαφανιστεί. Όλες εκτός της ακοής.
Φόρεσε ακουστικά, κλείσε τα μάτια και μπες στο μυαλό ενός δολοφόνου, τη στιγμή ακριβώς της πράξης ενός φόνου.

Ελεονώρα

Για τα επόμενα λεπτά κλείσε τα μάτια και άκουσέ με. Προσπάθησε να μπεις μέσα μου.

Αυτό που θα σας πω είναι μια ιστορία όμοια με όλες τις άλλες. Με μια μόνη διαφορά. Ο ουρανός εκείνο το βράδυ ήταν πιο βουρκωμένος από ποτέ. Δάκρυζε αίμα και οι βροντές του ήταν βροντές μιας απεγνωσμένης συγχώρεσης που δεν θα έρθει ποτέ. Ψυχές σαν τη δική μου είναι καταραμένες.

Είχαν περάσει δυο μήνες από τότε που ήρθε στον κόσμο και τη φέραμε στο σπίτι. Περνούσα τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα έξω από το δωμάτιό της. Στεκόμουν λίγα λεπτά μπροστά στην πόρτα της ψάχνοντας το κουράγιο να την ανοίξω και να μπω. Μόνο μια φορά το έκανα. Ήταν και η τελευταία. Ήξερα από την πρώτη στιγμή την κατάληξη. Από την ώρα που ο γιατρός μας περιέγραψε το μέλλον της, καρφώθηκε μια ιδέα μέσα μου. Είμαι σίγουρος πως και η μάνα της σκεφτόταν το ίδιο αλλά δεν τολμούσε να ξεστομίσει κουβέντα. Την έβλεπα πως ήταν κάθε φορά που έβγαινε απ’ το δωμάτιό της. Τα μάτια της πρησμένα απ’ το κλάμα και το κεφάλι σκυφτό.

Οι καθρέπτες του σπιτιού είχαν ραγίσει μην αντέχοντας να με αντικρίζουν. Αν είχαν στόμα θα έφτυναν τα σπασμένα τους γυαλιά στο λαρύγγι μου και θα τέλειωναν όλα.

Πως παίρνεις μια τέτοια απόφαση; Πως τερματίζεις πρόωρα μια ζωή; Αν αυτό λέγεται ζωή. Ελπίζω να μην υπάρχει θεός που θα με κρίνει για αυτό που πρόκειται να κάνω.

Είχε σουρουπώσει για τα καλά. Η μάνα της μετά το τελευταίο τάισμα της μέρας, πήγε να ξαπλώσει και να μουσκέψει το μαξιλάρι της μέχρι να αποκοιμηθεί. Εγώ καθόμουν στο σαλόνι. Τα φώτα σβηστά. Στα πόδια μου είχα ξαπλώσει την καραμπίνα του πατέρα μου. Ήταν γεμισμένη με ένα φυσίγγιο.

20:10

Ανέβηκα τα δεκατέσσερα σκαλοπάτια της ξύλινης σκάλας. Σε κάθε βήμα προσπαθούσα να βρω έναν αντίλογο. Μια σκέψη που θα με έκανε να αλλάξω γνώμη..

Έφτασα έξω από την πόρτα του δωματίου της και γύρισα το χερούλι. Η μυρωδιά της μπογιάς υπήρχε ακόμα στην ατμόσφαιρα. Το είχα βάψει για τον ερχομό της. Ο χώρος ήταν γεμάτος παιχνίδια και ρουχαλάκια που περίμεναν να πάρουν ζωή από ένα πλάσμα που δεν θα τους την έδινε ποτέ. Δε θα λέρωνε τα γόνατά του στο γρασίδι, δε θα καλούσε φίλους σπίτι, δε θα πήγαινε σχολείο, δε θα έβγαινε πρώτο ραντεβού, δε θα έκανε ποτέ οικογένεια. Δε θα γινόταν ποτέ αυτό που θέλει αυτή η γαμημένη κοινωνία.

Περπάτησα ως την κούνια της. Το τρίξιμο του πατώματος την ξύπνησε. Άρχισε να κλαίει μέχρι που γύρισε το κεφαλάκι της προς το μέρος μου. Το κλάμα της σταμάτησε και με κοίταξε με ένα βλέμμα απορίας και ηρεμίας μαζί. Τα μάτια μου βούρκωσαν ακαριαία και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Σήκωσα την καραμπίνα και τη σημάδεψα. Μου χαμογέλασε. Οι λυγμοί μου εντάθηκαν. Η ανάσα μου κοβόταν από το κλάμα. Φώναζα το όνομα της μάνας της μήπως και έρθει να προλάβει την πράξη μου. Μάταια. Είχε τα μάτια της ανοιχτά, περιμένοντας την κατάληξη. Το ουρλιαχτό μου κορυφώθηκε με τη βροντή του ουρανού και το τράβηγμα της σκανδάλης. Τριακόσια μολυβένια σφαιρίδια. Τριακόσια μολυβένια σφαιρίδια λύτρωσης ξέρασε η κάννη. Φυτεύτηκαν όλα στο κορμάκι της. Το αίμα της έβαψε κόκκινη μια αθωότητα που δεν άντεχα να αντικρίζω. Μέχρι σήμερα, δεν ξέρω ποιος λυτρώθηκε. Εκείνη ή εγώ;

Κάθε βράδυ βγαίνω απ’ το σώμα μου και με κοιτάω. Παρατηρώ ένα κομμάτι κρέας που ζαρώνει μέρα με τη μέρα και του κάνω μια ερώτηση.

Μετάνιωσες;

Θα την έλεγαν Ελεονώρα και ήταν δυο μηνών.

Τι ένιωσες διαβάζοντάς το;