Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Πάντα αναρωτιόμουν μέχρι που φτάνουν τα ανθρώπινα όρια. Ελέγχονται από εμάς ή από αυτούς που βρίσκονται δίπλα μας, κάθε χρονική στιγμή; Πόσο μπορείς να τα ανοίξεις πριν ξεχειλώσουν;

Κάτι με ενοχλούσε στην πλάτη. Προσπαθούσα να κοιτάξω αλλά το βλέμμα μου δεν έφτανε ως εκεί. Δοκίμασα να φτάσω το σημείο με το χέρι αλλά πάλι τίποτα. Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη. Ευτυχώς δεν ήταν κάτι. Ένα ξεχασμένο μαχαίρι ήταν μόνο, ποιος ξέρει από πότε και από ποιον. Κοίτα βλακεία. Όλοι το κάνουμε αυτό. Κουβαλάμε πάνω μας ξεχασμένους πόνους απ’ το παρελθόν. Γίνονται τόσο ένα με εμάς που νομίζουμε πως είναι μέρος του σώματός μας. Και όταν έρχεται η ώρα να τινάξεις αυτόν τον πόνο από πάνω σου, γίνεται την πιο άκυρη και σουρεάλ στιγμή· πέφτοντας σε έναν λάκκο, στην κηδεία κάποιου που δεν γνώριζες, αλλά βρέθηκες εκεί για να στηρίξεις ένα φίλο.

Όπως βρίσκεσαι ξαπλωμένος εκεί στα δυο μέτρα κάτω απ’ τη γη, και μέχρι να σε βοηθήσουν να σηκωθείς, προλαβαίνεις να οπτικοποιήσεις τη σκηνή της δικής σου κηδείας. Τι θα σου φορούσαν, ποιοι θα ερχόντουσαν, ποιοι θα έκλαιγαν και ποιοι θα γελούσαν, αν ο καφές θα ήταν καλός και τα κουλουράκια φρέσκα, και διάφορα άλλα τέτοια. Το χέρι βοηθείας φτάνει, πριν καν προλάβεις να δεις τη ζωή σου να περνάει μπροστά από τα μάτια σου, σαν ταινία. Όπως σηκώνεσαι και τινάζεσαι, συνειδητοποιείς πως το μαχαίρι ξέμεινε στο λάκκο. Αλλά είναι δικό σου, κρίμα δεν είναι να καρφωθεί σε κανέναν άλλον; Οπότε βουτάς για να το πιάσεις και να συνεχίσεις από εκεί που σταμάτησες προηγουμένως.

Εκεί χάμω αποφάσισα πως τα ανθρώπινα όρια φτάνουν μέχρι εκεί που τα αφήνουμε να φτάσουν, ανεξάρτητα απ’ τους διπλανούς μας και τα μαχαίρια στην πλάτη.

Τι ένιωσες διαβάζοντάς το;